Στα 14 του χρόνια ο Ααρον Απελφελντ (1932-2018) είχε ήδη ζήσει τη δολοφονία της μητέρας του από τους ρουμάνους συμμάχους των ναζί, τον αποχωρισμό απ’ τον πατέρα του, τον εγκλεισμό και τη δραπέτευση από στρατόπεδο συγκέντρωσης, την περιπλάνηση στα δάση της Ουκρανίας και, τελικά, το ταξίδι στην Παλαιστίνη (1946). Ο Ααρον μεγάλωσε με τον εφιάλτη του ναζιστικού μίσους, για να ενηλικιωθεί με το όνειρο του εκπατρισμένου που βρίσκει μια πατρίδα. Στα δώδεκά της χρόνια, η ηρωίδα του Τσίλι, στο ομότιτλο μυθιστόρημα (1983), έχει ήδη ζήσει τη βασανιστική μοναξιά εξαιτίας της διανοητικής της υστέρησης, τη ναζιστική απειλή που τρέπει σε φυγή την οικογένειά της από το χωριό της Ανατολικής Ευρώπης, τη βιαιότητα των βάναυσων αγροτών για λογαριασμό των οποίων δουλεύει, την περιπλάνηση στα δάση της Ουκρανίας – ενώ έχει μείνει έγκυος – και την εγκατάλειψη από τον εβραίο φυγάδα Μάρεκ.
Το ερώτημα, αργά ή γρήγορα, θα ακουγόταν «νομιμοφανές»: είναι η Τσίλι ο Απελφελντ; Αναπαράγει η ηρωίδα τα δικά του βιώματα, καμουφλαρισμένα έστω, με το ένδυμα της μυθοπλασίας που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εβραϊκής γλώσσας; Ο ίδιος είχε δώσει την απάντηση σε έναν άλλο ανατόμο της «εβραϊκής συνείδησης», τον Φίλιπ Ροθ, και ο τελευταίος την αποτύπωσε στις «Κουβέντες του σιναφιού» (μτφ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις, 2004): «Ποτέ δεν έγραψα για τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν. Ολα μου τα έργα είναι όντως κεφάλαια της πιο προσωπικής μου εμπειρίας, ωστόσο δεν είναι η “ιστορία της ζωής μου”… Το να καταγράφεις τα πράγματα όπως συνέβησαν σημαίνει ότι υποδουλώνεσαι στη μνήμη – και η μνήμη αποτελεί μόνο ένα έλασσον στοιχείο της δημιουργικής διαδικασίας».
Ο Απελφελντ δεν είναι μόνος του, έτσι κι αλλιώς, στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ακόμη και στο κορυφαίο παράδειγμα της αυτοαναπόλησης, το έργο του Προυστ, ο δημιουργός δεν είναι ο αντιγραφέας, αλλά ο επιμελητής της ζωής του. Το εργαστήρι του συγγραφέα δεν είναι στοιχειωμένο από τις «αναμνήσεις μιας ζωής» – είναι φτιαγμένο από τους κανόνες, τις λύσεις και τις αστοχίες της μυθοπλασίας. Η βιωμένη πραγματικότητα επανέρχεται ως επινοημένη αφήγηση, επειδή μόνο τότε μπορεί να γίνει πιστευτή (τι ξεπερνούσε την ανθρώπινη φαντασία το 1942, αν όχι οι «εργοστασιακές» μέθοδοι εξόντωσης των Εβραίων;). Δεν είναι αδιάφορο ότι στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας επαναλαμβάνει την ίδια λέξη τρεις φορές: «Ισως δεν θα έπρεπε να διηγηθούμε την ιστορία της ζωής της Τσίλι Κράους. Η μοίρα της ήταν τόσο σκληρή και άδοξη, που αν δεν είχε πράγματι συμβεί, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τη διηγηθούμε. Συνέβη, όμως, και δεν μπορούμε να την κρύψουμε. Θα τη διηγηθούμε πολύ απλά…». Και πράγματι πουθενά η διήγηση δεν φωνάζει τη δραματικότητά της, πουθενά δεν «διαφημίζει» τη συνθήκη εξαίρεσης μέσα στην οποία ζει η ηρωίδα. Η γλώσσα του Απελφελντ είναι αυστηρά δομημένη, χωρίς ερμηνείες και κατάχρηση επιθέτων (και προφανώς για τον έλληνα αναγνώστη ο απαραίτητος μεσολαβητής εδώ είναι ο έμπειρος μεταφραστής Ιακώβ Σιμπή).
«Δεν ζητούσε οίκτο»
Η Τσίλι είναι το μικρότερο παιδί μιας πολυμελούς εβραϊκής οικογένειας. Κατά την περιγραφή του ίδιου του συγγραφέα: εσωστρεφής και ψευδή, αργόστροφη, «αποστήθιζε και αμέσως ξεχνούσε». Στο σχολείο, αντικείμενο κοροϊδίας. Αλλά τι περίεργο: «ποτέ δεν έκλαιγε, ποτέ δεν ζητούσε οίκτο». Οταν η οικογένειά της φεύγει για να γλιτώσει από τους στρατιώτες, η ίδια μένει πίσω για να φυλάει το σπίτι. Μετά τη λεηλασία της πόλης καταφεύγει στο δάσος, όπου αποφεύγει τους βιασμούς των αγροτών, δέχεται το ξυλοκόπημα από δύο αγρότισσες και σώζεται από τις πόρνες της περιοχής. Στο πρόσωπο του Μάρεκ γνωρίζει τον έρωτα και μαζί του μένει έγκυος. Η περιπλάνησή της στα δάση της Ουκρανίας είναι μια πορεία γεμάτη θέληση για ζωή, κατά την οποία η Τσίλι αφήνει το Κακό να εισχωρήσει χωρίς να το αποδεχθεί ποτέ. Σαν τη βροχή που πέφτει σε μουσαμά. Αντιθέτως, είναι ευτυχισμένη. «Η ευτυχία της δεν είχε εξωτερικά γνωρίσματα: το έμβρυο που κουνιόταν μέσα της τής έδινε όρεξη και λαχτάρα για ζωή. Αυτό δεν ίσχυε για τους άλλους: ο θάνατος είχε κολλήσει ακόμα και στα ρούχα τους». Οι περιπλανώμενοι επιζήσαντες πίνουν όλοι το «μαύρο γάλα» του Πάουλ Τσέλαν, αλλά μόνο η Τσίλι δεν χάνει τη φιλότητα και την καλοσύνη μέσα της.
Κι εδώ προκύπτει το άλλο αναπόφευκτο ερώτημα για τη λογοτεχνία «μετά το Αουσβιτς»: μήπως η τόση ευτυχία της ηρωίδας, η ανοσία της στον υπαρξιακό τρόμο, συνιστά ένα σκάνδαλο για τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος; Κι όμως, «η “Τσίλι” δεν είναι ένα μυθιστόρημα για το Ολοκαύτωμα», σημειώνει στο κατατοπιστικό επίμετρο ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. «Το καθαυτό Ολοκαύτωμα άλλωστε δεν γίνεται μυθιστόρημα, μυθιστόρημα μπορεί να γίνει μόνο το πριν από το Ολοκαύτωμα και το μετά». Την ιστορία της Τσίλι είχε υποδείξει ο ίδιος ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στη δική του ομιλία «Για το Ολοκαύτωμα» στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας, στις 27 Ιανουαρίου 2018 (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις). Ολοκληρώνοντας είχε υπενθυμίσει την απορία της μικρής ηρωίδας, όταν ξύπνησε σε έναν κόσμο ξεριζωμένο και έρημο: «Τι θα πω στη μαμά όταν τη συναντήσω;». Και κατέληγε: «Δεν θα τη συναντήσει ποτέ, όπως δεν συνάντησε και ο Ααρον Απελφελντ τη δική του. Η απορία της απευθύνεται σε μας: τι θα πούμε στη μικρή Τσίλι όταν τη συναντήσουμε;».
Ααρον Απελφελντ
Τσίλι, ζωή στη σκιά του θανάτου
Μτφ. Ιακώβ Σιμπή, επίμετρο Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδ. Καπόν, 2018, σελ. 207
Τιμή: 15,90 ευρώ