Η τελευταία φορά που υπήρξε, ίσως, μια ρεαλιστική πιθανότητα να βρεθεί κοινά αποδεκτή, συμβιβαστική λύση στη διαφορά Αθήνας – Σκοπίων περί το όνομα ήταν το 2001. Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου και ο πρέσβης Γ. Κακλίκης είχαν φθάσει κοντά σε μια συμφωνία στο όνομα «Ανω Μακεδονία». Η ένοπλη εξέγερση των Αλβανών της ΠΓΔΜ, από τον Φεβρουάριο ώς τον Αύγουστο του 2001, είχε εύλογα γεννήσει φόβους διάλυσης του νεοσύστατου κράτους και είχε δώσει κίνητρα, διεθνώς αλλά και εντός της χώρας, για να παραιτηθούν τα Σκόπια από την απαίτηση να έχουν το μακεδονικό μονοπώλιο. Η συμφωνία ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Είχαν μετρηθεί τότε σε δημοσκοπήσεις οι διαθέσεις της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στην ενδεχόμενη αποδοχή μιας σύνθετης ονομασίας. Οι γνώμες ήταν σχεδόν ισομερώς μοιρασμένες ανάμεσα στο «υπέρ» και το «κατά» και τα μακεδονικά πάθη του 1991 έμοιαζαν κατευνασμένα.
Το 2008 το θέμα επανήλθε. Η Αθήνα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς οι ΗΠΑ είχαν αιφνιδιαστικά αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα, ως Μακεδονία, και ο πρόεδρος Μπους είχε προεξοφλήσει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, με το όνομα αυτό, φυσικά. Η κυβέρνηση Καραμανλή είχε οργανώσει την άμυνά της δηλώνοντας σε όλους τους τόνους (και στις προγραμματικές της δηλώσεις) ότι είναι έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να συμφωνήσει σε μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Αυτή η θέση ήταν που της επέτρεψε να ελιχθεί με επιτυχία στο Βουκουρέστι, με το ΝΑΤΟ να απαιτεί, έκτοτε, ως προϋπόθεση της ένταξης, τη συμφωνία με την Ελλάδα για την ονομασία της χώρας. Σε κάποιες δημοσκοπήσεις της εποχής μια μικρή, αλλά σαφής πλειοψηφία των απαντήσεων έγερνε υπέρ της αποδοχής του συμβιβασμού. Και το μοναδικό συλλαλητήριο εναντίον της σύνθετης ονομασίας είχε οργανωθεί από τον Καρατζαφέρη στη Θεσσαλονίκη, με συμμετοχή 2.000 ανθρώπων σ’ ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ.
Το θέμα από τότε μπήκε στην κατάψυξη, καθώς το διεφθαρμένο καθεστώς Γκρούεφσκι φρόντιζε να διευρύνει διαρκώς το χάσμα με την Αθήνα, με προκλητικές δηλώσεις και μακεδονικά αγάλματα. Αλλά στις εκλογές του Δεκεμβρίου 2016 ο Γκρούεφσκι έχασε την πλειοψηφία. Και τον Μάιο του 2017 μια απόπειρα πραξικοπήματος κατεστάλη (με διεθνή παρέμβαση) και ο Ζόραν Ζάεφ ανέλαβε πρωθυπουργός, σε συμμαχία με τα αλβανικά κόμματα και με διακηρυγμένο στόχο μια συμφωνία με την Ελλάδα ώστε να εξασφαλιστεί η ένταξη της χώρας του στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί βιάζονταν να σταθεροποιηθεί η ΠΓΔΜ και να κλείσουν οι διάδρομοι ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια. Ετσι, δημιουργήθηκε η δυνατότητα, για πρώτη φορά ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια, για διαπραγμάτευση. Ηταν, ίσως, η καλύτερη ευκαιρία που είχε η Ελλάδα, από το ναυάγιο της πρωτοβουλίας Πινέιρο το 1992, για να επιτύχει μια συμφωνία. Και πάντως η Ελλάδα ήταν αδύνατον, ακόμη και αν δεν ήθελε λύση, να αναλάβει εκείνη το κόστος της ματαίωσής της. Κι έτσι ξεκίνησε, στα τέλη του 2017, η διαπραγμάτευση που κατέληξε στις Πρέσπες.
Μόνο που αυτή τη φορά οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινής γνώμης δεν ήταν πια χαμηλών θερμοκρασιών, όπως το 2001 ή το 2008. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν από την αρχή ότι μεγάλες πλειοψηφίες απέρριπταν όχι απλώς τη συγκεκριμένη συμφωνία, αλλά κάθε εκδοχή συμβιβασμού. Τα συλλαλητήρια έγιναν και πάλι μαζικά. Και η εναντίωση εξαιρετικά φορτισμένη. Τι έχει αλλάξει;
Είναι, ασφαλώς, η κρίση που μεσολάβησε και οι πληγές που άφησε στις συνειδήσεις. Είναι, επίσης, αυτή η τάση που σαρώνει τον δυτικό κόσμο, και την Ελλάδα ακόμη περισσότερο, και κάνει τους ανθρώπους να αναζητούν ασφαλές καταφύγιο σε παραδοσιακές ταυτότητες, που αποκτούν αίφνης μεγάλη σημασία, απέναντι σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο που τους τρομάζει και τους αδικεί. Μα είναι, προπάντων, οι συνέπειες μιας πολιτικής επιλογής, που στην αρχή έμοιαζε πανέξυπνη, μα κινδυνεύει να αποδειχθεί στο τέλος βλακωδώς επικίνδυνη.
Δεν είναι μυστικό. Το είχε μαρτυρήσει έγκαιρα ο Νίκος Βούτσης, το αποκάλυψε πανηγυρικά και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας προχθές στη Βουλή. Πως, όταν ξεκίνησε η διαδικασία που οδήγησε στις Πρέσπες, ήθελε μ’ ένα σμπάρο να χτυπήσει δυο τρυγόνια. Αφενός να κερδίσει τις δάφνες του πολιτικού που τόλμησε να λύσει ένα ευαίσθητο πρόβλημα το οποίο εκκρεμεί τρεις δεκαετίες και μαζί να κερδίσει και τη (χρήσιμη) ευγνωμοσύνη των ξένων δυνάμεων που επείγονταν να βρεθεί κάποια λύση στο βαλκανικό σταυρόλεξο. Αφετέρου να χρησιμοποιήσει την υπόθεση ως μοχλό πολιτικού αναδασμού. Να θέσει στη Νέα Δημοκρατία το δίλημμα είτε να συρθεί πίσω από την επιλογή του (και να υποστεί πολιτική αιμορραγία στα δεξιά της) είτε να σταθεί απέναντι, διευκολύνοντας μια νέα πόλωση, που θα επέτρεπε στον Τσίπρα να διεκδικήσει την ηγεσία όλου του αριστερά του Κέντρου πολιτικού χώρου. Να δορυφοροποιήσει ή να εξουθενώσει τα ενδιάμεσα πολιτικά κόμματα. Και να δημιουργήσει το πλαίσιο για το νέο «ή εμείς ή αυτοί», στη θέση του παλιού, που αχρηστεύθηκε από την υποδειγματικά πειθαρχική εφαρμογή τού τρίτου Μνημονίου από την κυβέρνησή του.
Γι’ αυτό ακριβώς η επιλογή Τσίπρα ήταν να διαρρήξει τη μακρά πολιτική παράδοση που ήθελε όλες τις κυβερνήσεις να χειρίζονται τα επίμαχα της εξωτερικής πολιτικής, και ιδίως το Μακεδονικό, με συναίνεση, σε συνεννόηση με το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Εκείνος μπήκε στη διαπραγμάτευση περιφρονώντας την αντιπολίτευση, βγάζοντάς της τη γλώσσα.
Το κόλπο έμοιαζε αχτύπητο. Οι κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες μοιάζει να το δικαιώνουν. Αλλά μετά; Μετά, θα έρθει ο λογαριασμός. Ο λογαριασμός βραχυπρόθεσμα θα φανεί στην κάλπη, βεβαίως. Μα το σημαντικότερο είναι ότι κινδυνεύουμε να βρεθούμε, εσωτερικά διχασμένοι, με μια συμφωνία στα χέρια, που η εφαρμογή της στην πράξη είναι βέβαιο ότι θα έχει δυσκολίες, κινδύνους και εμπλοκές, σ’ ένα διεθνές περιβάλλον πρωτοφανούς ρευστότητας. Και ταυτόχρονα να βρεθούμε με μια βαθιά, εκτός ελέγχου διαίρεση στην ελληνική κοινωνία. Μ’ έναν νέο, αχρείαστο διχασμό που θα μας βαραίνει για χρόνια. Κι είναι κρίμα. Γιατί αυτή τη φορά, ίσως για πρώτη φορά από το 1992, υπήρχε η δυνατότητα μιας συμφωνίας που θα γιάτρευε πληγές, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου». Η ευκαιρία χάνεται.