Στον δρόμο προς τις εθνικές εκλογές εξελίσσεται η στρατηγική του πρωθυπουργού. Πρώτα, η σκηνοθετημένη ρήξη με τον πιστό ακροδεξιό κυβερνητικό εταίρο. Βιώσαμε, άλλωστε, αυτές τις μέρες έναν ακόμα ευτελισμό της πολιτικής ζωής. Επιτεύχθηκε μια νέα ετερόκλιτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και προσωπικές διευθετήσεις. Σειρά, τώρα, έχει η φαινομενική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δήθεν εκφραστή των προοδευτικών πολιτών. Η πρώτη πράξη της νέας παράστασης παίχθηκε πριν από λίγες μέρες σε μια ατυχή, από πολλές απόψεις, εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής. Ομως, η επιδίωξη είναι σαφής και δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν συμβαίνει αναλύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ με όρους 2012-2015. Είναι παρούσα, παράγει γεγονότα, κινητοποιεί πολιτικά και θέτει ερωτήματα. Είναι ή μπορεί να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ο πολιτικός φορέας του κοινωνικού αιτήματος για πρόοδο και εκσυγχρονισμό, όπως εσχάτως διατείνεται ο κ. Τσίπρας;
Σε μια ιστορική περίοδο που πανευρωπαϊκά οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές έχουν καταπέσει και οι έννοιες επαναπροσδιορίζονται, δύο αξιολογικά κριτήρια μας οδηγούν σε προφανή αρνητική απάντηση. Το πρώτο κριτήριο είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Στην καταστροφική και τυχοδιωκτική διακυβέρνηση των πρώτων μηνών προσθέτουμε την υποχώρηση του κράτους δικαίου και τις παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, την ενίσχυση των πελατειακών δικτύων, την αποτυχία της οικονομικής πολιτικής και την εξόντωση της μεσαίας τάξης, την υποχώρηση των δημοσίων αγαθών, την υπονόμευση κάθε αναπτυξιακής πρωτοβουλίας, τη σκανδαλολογία καθώς και το ύφος και το δημόσιο ήθος της διακυβέρνησης. Είναι σαφές, ότι καμία σχέση με τον κόσμο της προόδου δεν μπορεί να έχει ένα κόμμα και η ηγετική του ομάδα, που δεν έχουν ξεκαθαρίσει τη σχέση τους με τη Δημοκρατία και την Ευρώπη. Μια σχέση που φαίνεται καταναγκαστική και εργαλειακή με σκοπό την απόλαυση προνομίων και τη διατήρηση της εξουσίας. Αναδεικνύεται, όμως, ταυτόχρονα η ιστορική σημασία των δυο μεγαλύτερων μεταπολιτευτικών κατακτήσεων του ελληνικού λαού. Η ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στο κοινό νόμισμα. Ακόμα και οι «αντισυστημικοί» καταληψίες της εξουσίας, αναγκάστηκαν, ευτυχώς, να υποχωρήσουν από την ισχύ των θεσμικών και οικονομικών περιορισμών και εγγυήσεων που προσφέρει η ΕΕ.
Το δεύτερο κριτήριο είναι τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του προοδευτικού χώρου και η συμβατότητά τους με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις έχουν στον πυρήνα τους τον ορθολογισμό, την αξιολόγηση, τον σχεδιασμό. Αντανακλούν μια συνολικότερη θεώρηση για μια κοινωνία δυνατοτήτων και ευκαιριών, ανοιχτή στις νέες προκλήσεις, έτοιμη να τις αντιμετωπίσει παραμένοντας συνδεδεμένη με τον σύγχρονο κόσμο. Αντιμάχονται τον εθνολαϊκισμό, τη διαίρεση, τον απομονωτισμό και την ισοπέδωση, την πρόχειρη και μοιρολατρική αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων. Βρίσκονται με συνέπεια στον δρόμο χάραξης μιας νέας εθνικής αυτοπεποίθησης απέναντι στην αλαζονεία και την έλλειψη αυτογνωσίας. Ποια η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με αυτές τις αντιλήψεις; Απολύτως καμία.
Το κοινωνικά διάχυτο αίτημα της προόδου και του εκσυγχρονισμού, υπαρκτό και ισχυρό παρά την αμφισβήτηση που έφερε η κρίση, δεν αφορά έναν πολιτικό χώρο και δεν περιορίζεται, πλέον, σε ένα κόμμα. Ενα είναι βέβαιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγετική του ομάδα δεν μπορούν και δεν θέλουν. Υποκρίνονται συνειδητά γιατί αντιλαμβάνονται ότι η πραγματικότητα έρχεται σε σύγκρουση με την ιδεοληψία και τις αυταπάτες τους. Οι πολίτες, μακριά από τα ιδεολογικά στεγανά του παρελθόντος που προσχηματικά επαναφέρονται, μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας σταθερής κυβερνητικής πλειοψηφίας στη νέα Βουλή με μεταρρυθμιστική και προοδευτική ατζέντα και ταυτόχρονα μια κοινωνικά ενσυνείδητη ηγεμονία προοδευτικών ιδεών, που τόσο ανάγκη έχει η χώρα μας.
Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι νομικός, έχει διατελέσει σύμβουλος προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων καθώς και αντιπρόεδρος του ΟΠΕΚ