Οταν πριν από έναν χρόνο και κάτι, οι φωνές όλων όσοι υποστήριζαν ότι η Ελλάδα θα χάσει οριστικά το QE δυνάμωναν, από την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο έβγαιναν ειρωνικές ανακοινώσεις του τύπου «για άλλη μια φορά θα διαψευστείτε». Κι όταν χάθηκε κάθε ίχνος ελπίδας, η αντίδραση ήταν ένα ανασήκωμα των ώμων στο πλαίσιο της λογικής τού «ε, και τι έγινε;».
Οταν οι φωνές όλων όσοι υποστήριζαν ότι η Ελλάδα θα χρειασθεί μιας μορφής προληπτική γραμμή στήριξης, αμέσως μετά την έξοδό της από το τελευταίο πρόγραμμα – κάτι δηλαδή σαν μετεγχειρητική αίθουσα προσαρμογής, από την κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο σχεδόν ωρύονταν ότι «όλα αυτά είναι ανεπίτρεπτα» και υποστηρίζονται, περίπου, «από τους εχθρούς του λαού».
Στον αντίλογο που εκφερόταν για το τι θα κάνει η χώρα αν «πέσει» πάνω σε μια διεθνή καταιγίδα, έτσι εξασθενημένη όπως είναι ακόμα, το αντεπιχείρημα που εκφέρονταν κινούνταν μεταξύ της «Κασσάνδρας» και των φαντασμάτων. Εκτοτε, βεβαίως, έχουν προκύψει δυο – τρεις καταιγίδες (Ιταλία, Τουρκία, Βrexit), αλλά για την κυβέρνηση υπάρχει το «μαξιλάρι», περίπου ως πανάκεια, που και πάλι για να το «ακουμπήσεις» πρέπει ως χώρα να πάρεις δεκάδες εγκρίσεις.
Από την άλλη όμως υπάρχει και η διάθεση για μια έξοδο στις αγορές, που θα επιβεβαιώσει την επιστροφή της χώρας στην ομαλότητα, αλλά ποιος τολμά να την κάνει σε αυτό το τόσο δυσμενές περιβάλλον;
Ωστόσο κι αν την κάνει (κάπου εκεί στα μέσα Φεβρουαρίου), θα την κάνει σε καθεστώς προστασίας, στη λογική μιας εναλλακτικής στήριξης. Πώς; Μέσω των άτυπων προσυμφώνων αγοράς από ξένα «σπίτια», που βεβαίως θα απαιτήσουν και τα απαραίτητα ανταλλάγματα (επιτόκιο – απόδοση). Στις αγορές κανείς δεν είναι φιλάνθρωπος, φιλέλληνας και όλα τα σχετικά. Για την ιστορία, το ίδιο θα ζητήσουν και όσοι θα λειτουργήσουν στο πλευρό της κυβέρνησης, στην έκδοση. Και καλά θα κάνουν κι αυτοί, για τους ίδιους λόγους. Μόνο που διά της τεθλασμένης γυρίζουμε πάλι σε μια ιδιότυπη γραμμή στήριξης.
Το συμπέρασμα, όμως, παραμένει ίδιο: Γιατί δεν έχουμε μάθει να επιλέγουμε τον απλό και ευθύ δρόμο, που στο τέλος της ημέρας αποδεικνύεται πιο φθηνός και πιο σύντομος; Και γιατί στο πλαίσιο μιας πολιτικάντικης αντίληψης εντυπωσιασμού, πάντα προτιμούμε τον δύσκολο και δαπανηρό δρόμο των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων; Αφού στο τέλος της ημέρας μπροστά μας θα τα βρούμε όλα. Πότε θα ενηλικιωθούμε ως χώρα;