Η ψήφος εμπιστοσύνης που απέσπασε στη Βουλή, έπειτα από παζάρια, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του, είναι μια ψήφος βολική για το κατεστημένο, το κεφάλαιο, το ευρωατλαντικό άρμα, από τη στιγμή που συνεχίζεται απρόσκοπτα η πολιτική που ικανοποιεί τα συμφέροντα όλων αυτών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ανεμίζοντας παραπλανητικά τη δήθεν «νέα σελίδα», συνεχίζει στις ίδιες ράγες της αντιλαϊκής πολιτικής. Υλοποιεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι στο κεφάλαιο, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς. Μια πολιτική που επιδιώκει να διαμορφώσει ένα ακόμη πιο ελκυστικό περιβάλλον για τη δράση των επιχειρηματικών ομίλων και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, παρέχοντάς τους νέα προνόμια και κίνητρα. Η διασφάλιση αυτής της «ανταγωνιστικότητας» αποτελεί την πηγή των δεινών για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, θυσιάζει τις λαϊκές ανάγκες και δικαιώματα στον βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Το κυβερνητικό αφήγημα περί «δίκαιης ανάπτυξης» συντρίβεται από την ίδια της την πολιτική, όπως αυτή αποτυπώνεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό για το 2019. Ο οποίος φορτώνει τα φορολογικά βάρη στις πλάτες του λαού, ύψους 1 δισ. ευρώ, τη στιγμή που η κυβέρνηση προκλητικά μειώνει τη φορολογία για τα διανεμόμενα κέρδη και τον φορολογικό συντελεστή για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Ενός προϋπολογισμού που μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες για Υγεία και Παιδεία, μειώνει το σύνολο των δαπανών για τις συντάξεις, μειώνει την κρατική χρηματοδότηση στους Δήμους, αυξάνοντας έτσι την τοπική φορολογία μέσω της ανταποδοτικότητας. Με τα διάφορα επιδόματα φιλανθρωπίας η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει τον ταξικό «υπέρ των πλουσίων» χαρακτήρα της πολιτικής της, αλλά και να διαχειριστεί την εξάπλωση της φτώχειας που δημιουργεί η ίδια πολιτική της.
Αδιάψευστος μάρτυρας για τον χαρακτήρα αυτής της πολιτικής είναι το άθικτο νομοθετικό πλαίσιο που δημιούργησαν τα τρία Μνημόνια, η μόνιμη ενισχυμένη εποπτεία από τους δανειστές για την επίτευξη των ματωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2060.
Η κυβερνητική πολιτική αποκαλύπτεται από την επιδίωξή της για αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή. «Αναβάθμιση» που την εμπλέκει όλο και περισσότερο στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. «Αναβάθμιση» που περνάει μέσα από την ισχυροποίηση της αμερικανονατοϊκής παρουσίας στην περιοχή και τη μετατροπή της χώρας μας σε μια απέραντη στρατιωτική βάση των ιμπεριαλιστών.
Η ενίσχυση του ρόλου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή αποτελεί τον βασικό παράγοντα αποσταθεροποίησης και πηγή μόνιμων κινδύνων για αλλαγή συνόρων. Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί βασικό εργαλείο για αυτούς τους σχεδιασμούς. Γι’ αυτό και είναι επικίνδυνη και για τους δύο λαούς.
Η αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας αποτελεί και το όχημα για την ισχυροποίηση της παρουσίας και του ρόλου των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, η οποία στο πρόσφατο παρελθόν οδήγησε στη συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας μας, στην απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας και στη συρρίκνωση των μισθολογικών και εργατικών δικαιωμάτων.
Μια ψήφος εμπιστοσύνης βολική για τη νεκρανάσταση ψεύτικων διπόλων και την όξυνση μιας άσφαιρης αντιπαράθεσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, με στόχο τον εγκλωβισμό της λαϊκής δυσαρέσκειας ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Μια αντιπαράθεση που προσπαθεί να συγκαλύψει τη στρατηγική τους σύμπλευση, άλλωστε οι αλλεπάλληλες μετακινήσεις του πολιτικού προσωπικού, ανάμεσα στα αστικά κόμματα, είναι κι αυτή μια απόδειξη ότι έχουν ελαχιστοποιηθεί οι μεταξύ τους διαφορές. Γι’ αυτό και σήμερα ο λαϊκός παράγοντας μπορεί και πρέπει να κάνει τη διαφορά απέναντι σε αυτή τη μιζέρια, ισχυροποιώντας αποφασιστικά το ΚΚΕ, παντού, για να σηματοδοτήσει τη λαϊκή αντεπίθεση.
Ο Νίκος Καραθανασόπουλος είναι μέλος της ΚΕ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ