Η επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης κατά τη διαδικασία της «ψήφου εμπιστοσύνης» στην κυβέρνηση ήταν απολίτικη. Προσωπικές επιθέσεις, μείωση προφίλ, έκθεση προσώπων. Εχει αλλάξει λίγο ο τρόπος πολεμικής. Εξατομικεύουν την επίθεση ώστε ο βουλευτής να μη νιώθει προφυλαγμένος στην κοινοβουλευτική ομάδα. Ο βουλευτής βρίσκεται και νιώθει μόνος, άοπλος, άστεγος.
Είναι ένα ερώτημα βέβαια η έννοια της πολιτικής στέγης. Στον καθεστώς του ιδιότυπου μετακοινοβουλευτισμού που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας, η κοινοβουλευτική ομάδα δύσκολα γίνεται ομάδα. Λογικό, αφού έχει αποδυναμωθεί η πολιτική και νομοθετική παραγωγή. Τα τελευταία 10 χρόνια, οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως στη διαβούλευση κυβερνητικών με τους δανειστές της χώρας, ενώ οι καθημερινές πολιτικές πράξεις, οι χρηματοδοτήσεις, οι διευθετήσεις, φιλτράρονται απ’ την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τους διοικητικούς μηχανισμούς και τους παράγοντες-φυλάρχους. Ο εκλεγμένος βουλευτής θεωρείται σχεδόν ως βάρος δυσμετακίνητο, που δυσχεραίνει τη λειτουργική ιδιοφυΐα του κυβερνητικού, του συμβούλου ή του διοικητικού στελέχους. Ισως και εξαιτίας αυτής της ιδιότυπης πολιτικής απραξίας, δεν αρδεύεται ο δημόσιος λόγος από πολιτικά επιχειρήματα και πανεύκολα καταλήγει στην ενοχοποίηση, τις προσβολές, τις λογικά ανυποστήρικτες φωνές. Σαν να θέλει η πολιτική σκηνή να ξοδέψει ένα ανεκτόνωτο δυναμικό και βρίσκει στην ύβριν το πρόχειρο και εύκολο μέσο. Είναι όμως το ζήτημα της ευπρέπειας το κεντρικό πολιτικό επίδικο; Το βασικό ελάττωμα της πολιτικής διεξαγωγής είναι οι λεκτικές (και διανοητικές) μπουνιές; Μια πιο χαμηλόφωνη αντιμαχία γίνεται αυτόματα «πολιτική», ανακτά δηλαδή τα χαρακτηριστικά πολιτικού συλλογισμού; Που μάλιστα λείπουν ή εκλείπουν;
Μπα. Χαμηλόφωνη ή υψηλόφωνη βλακεία, χοντροκοπιά, ασχήμια είναι πάντα βλακεία, χοντροκοπιά, ασχήμια. Αντίθετα ο βίαιος συλλογισμός μπορεί να είναι ενδιαφέρων όσο και ο ήπιος, αρκεί να οργανώνεται όχι απ’ την ένταση και τον τόνο αλλά απ’ τη σχεδιασμένη και πυκνοδομημένη συνάρθρωση των λογικών μερών, δηλαδή της οργάνωσης της πολιτικής και διανοητικής επιθυμίας, τη συμπύκνωσή της σε επιχείρημα. Μα τι λέω; Το Κοινοβούλιο, τα ποικίλα φόρα, τα ΜΜΕ και ΜΚΔ είναι οι κατεξοχήν χώροι μιας τελετουργίας που η σχέση λόγου και απεραντολογίας ή αλογίας είναι π.χ. 1 προς 10. Η πολιτική σκηνή, ποζάρει σε μια γλώσσα που ούσα η ίδια απερίγραπτη δεν μπορεί να περιγράψει, να διερμηνεύσει, να εξερευνήσει.
Φυσικά σε πολλές προεκλογικές φάσεις, ο λόγος καταπίπτει στη χυδαιολογία. Ενα πλέγμα εξουσιαστικής ανυπομονησίας, βουλιμίας, οδηγεί στη (διανοητικά) αρπακτική βία, στη γενική διαρπαγή. Τα εργαλεία συμφιλίωσης μ’ αυτό το πράγμα, ευτυχώς ακόμα λείπουν. Η σοβαρή, η ποιοτική απογοήτευση, ευτυχώς ανθίσταται, επιμένει. Είναι οι μορφές μιας συναισθηματικής αντίστασης, που μπορούν να υποδηλώνουν κάποια υγεία, αλλά παράγονται απ’ την αρρώστια.
Πρέπει να πυκνώσουν οι γραμμές της πολιτικής λύπης μήπως και υπάρξει χαρά.