Αν φιλοξενούσα έναν αλλοδαπό φίλο και αν αυτός ήταν σε θέση να παρακολουθήσει ελληνική τηλεόραση, θα διαπίστωνε μια χαώδη διάσταση μεταξύ επικαιρότητας και τηλεοπτικών εκπομπών. Σαν σύνδεση με μία άλλη χώρα, μια άλλη πραγματικότητα, μια άλλη εποχή. Oταν ζούμε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις των τελευταίων δεκαετιών, όταν βασικές αρχές και αξίες, ουσιαστικές προϋποθέσεις του πολιτικού και καθημερινού πολιτισμού, γίνονται κομφετί και σερπαντίνες στο κυβερνητικό καρναβάλι, η ελληνική τηλεόραση μοιάζει να είναι στην εντατική και, από τα κατασταλτικά, να έχει παραισθήσεις. Πρωινές εκπομπές ίδιες και απαράλλαχτες εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, με μοναδική προσθήκη την ανακύκλωση άλλων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ριάλιτι μόδας με κορίτσια να παρουσιάζονται ως καρνάβαλοι και αυτό να πριμοδοτείται ως στυλ. Αλλα ριάλιτι σχέσεων με σύγχρονες καρικατούρες της ελληνικής κοινωνίας, που ακόμη και αν δεν αποτελούν μειοψηφία, όπως τουλάχιστον εγώ πιστεύω, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να προβάλλονται ως κανονικότητα. Οχι για λόγους ηθικής αλλά για λόγους αισθητικής.
Μικροεγωισμοί που σκάνε με θόρυβο σε τοίχους χαμηλής τηλεθέασης. Ανθρωποι της καθημερινότητας που ανάγονται για δύο μήνες σε «πρωταγωνιστές» χωρίς ταυτότητα. Αλλοτε παριστάνουν τους τροβαδούρους, άλλοτε τους ροκ σταρ, άλλοτε ποδοπατιούνται, άλλοτε κυλιούνται στις λάσπες, άλλοτε σταυροκοπιούνται πριν επιδοθούν σε αθλοπαιδιές νηπιαγωγείου. «Τολμηρά» τοκ σόου με θέματα τραβηγμένα από τα μαλλιά της επικαιρότητας. Εκ βαθέων εξομολογήσεις παντελώς άγνωστων σελέμπριτι για βιασμούς και κακοποιήσεις. Καλτ, προ δεκαπενταετίας, φιγούρες. Κηδείες και προσαγωγές σε ζωντανή μετάδοση. Σίριαλ «βγαλμένα από τη ζωή» ενός άλλου πλανήτη εικάζω. Επαναλήψεις, επαναλήψεις, επαναλήψεις. Του προγράμματος που προβλήθηκε το ίδιο μεσημέρι, πριν από πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Και μια νέα γενιά που παρακολουθεί αποσπασματικά στο YouTube σίριαλ άλλων δεκαετιών, δανείζεται ατάκες και αποκαλεί τις κουτσομπόλες «κυρά παπαδιές» και «Σόμαινες».
Τι λείπει; Αυτό που έκανε πάντα τη διαφορά και συνέδεε την τηλεοπτική πραγματικότητα με την καθημερινότητά μας. Σατιρικά προγράμματα, πολιτικές εκπομπές με συζητήσεις και αναλύσεις, σίριαλ που, έστω και κωμικά, τσούζουν και σχολιάζουν σύγχρονα ήθη και συμπεριφορές. Και ένα κλείσιμο του ματιού που δημιουργεί αυτήν την υγιή, «συνωμοτική» σχέση μεταξύ τηλεοπτικής παραγωγής και τηλεοπτικού «καταναλωτή».
Τις πταίει; Οχι βέβαια αυτοί που δούλευαν στα κανάλια. Οι ίδιοι άνθρωποι ήταν πριν από μία δεκαετία όταν η ελληνική τηλεοπτική παραγωγή ήταν μία από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Αρα; Αρα η μοναδική ίσως ουσιαστική «επιτυχία» αυτής της κυβέρνησης ήταν το ότι ισοπέδωσε το επίπεδο της τηλεόρασης. Με έναν εκδικητικό ολοκληρωτισμό και, προφανώς, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο την ιστορία με τις άδειες. Ποιος δεν θυμάται άλλωστε εκείνο το ασύστολο σόου τον Σεπτέμβριο του 2016 που κατακρημνίστηκε ύστερα από δύο μήνες. Ηταν μικροψυχία και γινάτι, έγινε πράξη. Χωρίς σατιρικές και πολιτικές εκπομπές στους δέκτες, είναι αναπόφευκτος ο συνειρμός με το υπό του Ουμπέρτο Εκο λεχθέν ότι, δηλαδή, οι σύγχρονες δικτατορίες δεν έχουν ανάγκη από τανκς αφού μπορούν να χειραγωγήσουν την τηλεόραση. Ας γνωρίζουν όμως οι κρατούντες ότι η τηλεόραση που εδώ και εβδομήντα χρόνια έχει γίνει, παγκοσμίως, αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας (και δεν θα αντικαταστήσει ολοσχερώς κανένα Netflix) παίρνει τη ρεβάνς.