Δεν το μπορώ αυτό με τη Βουλή. Αυτό με τη Βουλή δεν το μπορώ. Κάθομαι και την παρακολουθώ ερήμην μου σχεδόν, λες και κάποιος μου βάζει το πιστόλι στον κρόταφο.
Εγραφε σκωπτικά η εξαιρετική συνάδελφος Λασκαρίνα Γερασίμου.
«Σήμερα και χθες δεν παρακολούθησα συνεδριάσεις Βουλής. Αν το τηρήσω μέχρι το βράδυ και δεν λυγίσω, θα έχει αρχίσει το πρώτο στάδιο αποτοξίνωσης. Θέλω τη συμπαράσταση και τη θετική σας ενέργεια σ’ αυτόν τον δύσκολο αγώνα».
«Δεν μπορεί, θα βλέπει κρυφά» ψιθυρίζαμε πίσω από την πλάτη της. Δεν κόβονται έτσι στεγνά τέτοιοι εθισμοί.
Εγώ αδύνατον, είναι που δεν έχω και δυνατό χαρακτήρα. Για να κόψω το τσιγάρο μπήκα στο πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος του Ευγενιδείου και χτυπήθηκα κάτω για μήνες. Δεν μπορώ να το ξαναζήσω αυτό με τη Βουλή, άσε που φοβάμαι μην πάρω κιλά. Γι’ αυτό, δειλή, μοιραία και άβουλη αντάμα, κάθομαι μπροστά στο κανάλι της Βουλής δεμένη στην καρέκλα κι ακούω τον κάθε πικραμένο.
Επίσης, αν ξανακούσω στίχους ποιητών σε κλείσιμο ομιλίας, θα πηδήξω απ’ το ισόγειο. Εκείνο το πηγαινέλα με την Ιθάκη μπρος – πίσω, πίσω – μπρος, σκοτοδίνη σε πιάνει, όλα γυρίζουν, όλα. Δεν φτάνει που πέρασε του λιναριού τα πάθη εν ζωή ο Καβάφης, ούτε στον θάνατο δεν του επιτρέπουμε να αναπαυτεί. Εν τω μεταξύ, οι ομιλητές τον λένε τον στίχο και το βλέπεις το μάτι το έντρομο, διότι ούτε που καταλαβαίνουν τι διαβάζουν. Εκεί στο γκραν φινάλε με Ρίτσο και με Μπρεχτ ο βουλευτής έχει μια απορία στο βλέμμα, ένα σκιάξιμο, ένα θες να λέω μαλακίες και να μην το ξέρω;
Ο δε Γερμενής της Χρυσής Αυγής το τερμάτισε. Εγέρθητω αυτός, που λες, στο βήμα και μας ενημέρωσε πως ο Οδυσσέας Ελύτης είπε, λέει, «το μόνο όνομα με τον όρο Μακεδονία που είναι αποδεκτό για τα Σκόπια είναι “ψευδομακεδονία”». Βεβαίως, ήταν γνωστές οι απόψεις του νομπελίστα τουλάχιστον από το 1992 που συνυπέγραψε τη γνωστή «Επιστολή των 6» προς τους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ ζητώντας να μην ονομαστεί «Μακεδονία» το κρατίδιο των Σκοπίων. Αλλά τη λέξη «ψευδομακεδονία» δεν τη χρησιμοποίησε ποτέ. Ας είναι. Τώρα τελειώνει ο κ. Γερμενής τα Απαντα του Ελύτη και μετά θα εγέρθητω να πάει στη βιβλιοθήκη για να συνεχίσει με άλλους ποιητές.
Ετσι κι εγώ, όταν μιλάνε στη Βουλή, δεν εγέρθητω ούτε για κατούρημα. Ειδικά τώρα που η Ολομέλεια έχει γίνει πιο σκερτσόζα, πιο μπριόζα. Παλιά, επειδή υπήρχαν εκεί μέσα και σοβαροί άνθρωποι, όσο να πεις βαριόσουνα λίγο. Ενώ τώρα, και θα σου βριστούν, και θα σου σφαχτούν, περνάει η ώρα ευχάριστα. Και μαθαίνεις και τα οικογενειακά τους όλα. Ποιος μπαμπάς έγραψε ύμνο για τη χούντα, ποιος ήταν ήρωας, ποιος θύμα, ποιος αποστάτης, ποιος αεριτζής, τι έκανε το παιδί του ενός και τι έκανε το παιδί του άλλου.
Εχω κόλλημα με τη Βουλή, ένα περίεργο πράμα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η γενιά μου φταίει. Ετσι τα μάθαμε κι έτσι μας τα ‘μαθαν. Να διαβάζουμε εφημερίδες, να παρακολουθούμε εξελίξεις, να ψηφίζουμε. Να ορκιζόμαστε ότι τίποτε από όλα αυτά δεν θα ξανακάνουμε. Και να ξαναρχίζουμε από την αρχή.
Τη Βουλή την κόβω όποτε θέλω γιατί κι ο πηγαιμός για την Ιθάκη δεν είναι και για χόρταση. Πόσο πια να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος, κάποτε λες να φτάσουμε όμως, παιδιά, μπουχτίσαμε. Εξαντλήσαμε όλα τα κοινά μας ενδιαφέροντα με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, επιτέλους να φτάσουμε, να ξαποστάσουμε, να βγάλουμε τη γόβα. Μακρύ ταξίδι, όλα έχουν κι ένα όριο, και πιλότος να είσαι, κάποτε συνταξιοδοτείσαι. Γιατί τα χρόνια περνάνε. Και κουράζεσαι. Οι αντοχές λιγοστεύουν και τα περιθώρια στενεύουν. Και θες να φτάσεις στον προορισμό σου. Να πάρεις μια ανάσα. Να το χαρείς το α σιχτίρ που θα βγει απ’ το στόμα σου σαν επίλογος μιας ολόκληρης ζωής.
Οχι της δικής σου. Μιας φίλης σου.