Επειτα από μια χαμένη δεκαετία το κρίσιμο ερώτημα που θέτουν οι πολίτες σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2019 και τα επόμενα έτη είναι αν αυτή έχει εισέλθει σε ένα μονοπάτι βιώσιμης ανάπτυξης.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη διότι σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει και τη δυνατότητα της χώρας να αντιμετωπίσει τη βαριά κληρονομιά της κρίσης. Είναι όμως κρίσιμη γιατί σε μεγάλο βαθμό μπορεί να επηρεάσει και το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019. Η οικονομία όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης παρά τις προσπάθειες για διαρθρωτικές αλλαγές που ξεκίνησαν με μεγάλη ένταση τη διετία 2010-2012 και σταδιακά άρχισαν να εξασθενίζουν, δεν έχει μετασχηματιστεί. Οι θετικές αλλά αναιμικές επιδόσεις της διετίας 2017-2018 είναι το αποτέλεσμα μιας αντανακλαστικής αντίδρασης και επομένως έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Η οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική και εξωστρεφής όσο απαιτούν οι συνθήκες ώστε να ενταχθεί αποτελεσματικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ούτε έχει προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες αλλαγές που φέρνει η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη. Αν παρακολουθήσει κανείς την πορεία επιχειρήσεων εκτός χρηματοπιστωτικού χώρου από το 2009 μέχρι σήμερα θα καταλήξει σε δύο απογοητευτικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι λίγες νέες και καινοτόμες επιχειρήσεις εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και ακόμη λιγότερες στους τομείς που θα έκαναν την οικονομία πιο ανταγωνιστική και εξωστρεφή.
Το δεύτερο απογοητευτικό συμπέρασμα είναι ότι οι επιχειρήσεις άντεξαν τις συνέπειες της κρίσης κυρίως γιατί περιόρισαν τα μισθολογικά τους κόστη και όχι γιατί βελτίωσαν την παραγωγικότητά τους με επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Οι επιχειρήσεις όλα αυτά τα χρόνια αποεπενδύουν κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ενώ η επιμονή της κυβέρνησης να πετυχαίνει υπερπλεονάσματα με περικοπή των δημοσίων επενδύσεων και την υπερφορολόγηση περιόρισε τις δυνατότητες προσέλκυσης νέων επενδύσεων από τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα αλλά και ξένες άμεσες επενδύσεις. Οι δημογραφικές εξελίξεις και η μετανάστευση νέων ανθρώπων για τους οποίους δαπανήθηκαν τεράστια ποσά προκειμένου να μορφωθούν, αλλά αυτοί αναζητούν ευκαιρίες απασχόλησης εκτός Ελλάδας, εύλογα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι αναπτυξιακές προοπτικές δεν είναι ιδιαίτερα θετικές.
Αλλά και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα οι προοπτικές είναι ακόμη πιο επισφαλείς εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που προκαλούν οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Είναι λογικό μέχρι τις εκλογές οι όποιες επενδυτικές πρωτοβουλίες να ανασταλούν και να περιοριστεί η κατανάλωση όπως είδαμε ξανά σε αντίστοιχες περιπτώσεις στη διάρκεια της κρίσης.
Αλλά και το τραπεζικό σύστημα σε μια κρίσιμη στιγμή που επείγει η αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων μπορεί να δεχτεί κραδασμούς εξαιτίας της πολιτικής αβεβαιότητας.
Ολα αυτά καταδικάζουν το 2019 να εξελιχθεί σε μια χρονιά χαμηλών επιδόσεων ειδικά αν οι εκλογές γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2019. Πιθανές απρόσμενες εξελίξεις στην οικονομία θα αποκαλύψουν στον κ. Τσίπρα ότι τελικά η άποψή του αυτή ήταν η νέα του αυταπάτη.
Το Κίνημα Αλλαγής καταθέτει το πρόγραμμά του και την πρόταση για εθνική συνεννόηση. Από το 2010 χάθηκε πολύτιμος χρόνος για συνεννόηση σε ένα εθνικό σχέδιο. Με ευθύνη ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αυτή δεν επιτεύχθηκε από τότε. Σήμερα πρέπει να δοθεί ένα τέλος στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να πάμε σε εκλογές, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για ευρύτερες συνεννοήσεις. Μετά τις εκλογές τα κόμματα θα κληθούν να συζητήσουν και να συναινέσουν σε ένα εθνικό σχέδιο διαρθρωτικών και θεσμικών αλλαγών, που θα επιταχύνουν τον μετασχηματισμό της οικονομίας και θα διασφαλίσουν την οριστική και ασφαλή έξοδο της χώρας από την κρίση.