Αν η αξιοπρέπεια, η συνέπεια λόγων και έργων, η μετριοπάθεια, η ειλικρινής διάθεση σύνθεσης και προσφοράς, η αίσθηση του καθήκοντος και η γνήσια αγωνία της ευθύνης για τα κοινά και την πορεία αυτού του τόπου, καθώς και η αδιαφορία για την αυτοπροβολή αποτελούν, ως θα όφειλαν, κυρίαρχα αξιακά ζητούμενα μιας κοινωνίας που υποφέρει βαθιά από την έλλειψή τους, η απώλεια του πρώην προέδρου της Βουλής Δημήτρη Σιούφα συνιστά ουσιώδες πλήγμα για όλα τα παραπάνω – και όχι μόνον γι’ αυτά. Ο καρδιτσιώτης πολιτικός υπήρξε σε όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας του στα κοινά γνήσιος υπερασπιστής αυτών των αξιών. Ιδίως σε περιόδους που διέθετε σημαντική πολιτική δύναμη από θέσεις στην καρδιά της εξουσίας και της πολιτειακής δομής. Διέθετε όμως και κάτι ακόμα σπανιότερο στον δημόσιο στίβο: αληθινή ανθρωπιά.
Είναι σπάνιο για έναν πολιτικό να μη βρίσκεται αντίπαλός του που, καλή τη πίστη, να μην έχει να πει γι’ αυτόν κακή κουβέντα. Ακόμα πιο σπάνιο όμως είναι, να το πετυχαίνει αυτό χωρίς να είναι απονευρωμένος, πλαστικός, άμαχος ή θολός στις θέσεις και τις πράξεις του με σκοπό να τους ικανοποιεί όλους μα να μην κάνει τίποτα. Ο Δημήτρης Σιούφας συγκέντρωνε όλες τις παραπάνω αρετές σταθερά σε πολύ μεγάλη διάρκεια, όμως, ταυτόχρονα, υπήρξε πάντοτε και μαχητής πρώτης γραμμής: για τις ιδέες του, την παράταξή του, πάνω απ’ όλα, την πατρίδα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η αγωνία του για την πορεία αυτού του τόπου, περισσότερο από καθετί άλλο για την ασφάλεια και την ακεραιότητα της χώρας στις δυσμενείς διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες που την περιβάλλουν, ήταν συνεχώς το επίκεντρο της αγωνίας του. Το ίδιο έντονα τον απασχολούσε η κατιούσα τροχιά που διαρκώς όλο και πιο πολύ λαμβάνει το κυρίαρχο πολιτικό ήθος σε αυτόν τον τόπο. Ολα αυτά γνήσια. Οχι ως φορέας αξιωμάτων, αλλά ως πολίτης, ως άνθρωπος που, όπως όλοι, έβλεπε την παρακμή να επελαύνει με διάφορες μορφές στην Ελλάδα.
Με μία λέξη, ο Δημήτρης Σιούφας, πάντοτε πιστός, μετρημένος και συνεπής στον λόγο του, ήταν ένας ευπατρίδης πολιτικός παλιάς καλής κοπής, στα χρόνια που αυτό το πολύτιμο είδος σπανίζει όλο και πιο πολύ. Και όσο περισσότερο λείπει, τόσο καθίσταται πιο αναγκαίο. Γι’ αυτό άλλωστε και η είδηση του θανάτου του λύπησε στο άκουσμά της πραγματικά και όχι συμβατικά, κάτι που αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στο σύνολο των δηλώσεων του πολιτικού κόσμου, συναγωνιστών, φίλων, αλλά και αντιπάλων μιας ολόκληρης ζωής. Συνάδελφοί του από όλες οι παρατάξεις, αλλά, εξίσου σημαντικό και αρκετά πιο δύσκολο, από όλες οι τάσεις στο εσωτερικό της ίδιας της δικής του παράταξης, είχαν μόνο λόγους σεβασμού γι’ αυτόν. Το ήθος του Δημήτρη Σιούφα, που σφράγισε την παρουσία του και τα κοινά, έγινε εμφανές ακόμα και με τον θάνατό του: όταν η οικογένειά του, εκφράζοντας δική του επιθυμία, δεν δέχθηκε η κηδεία του να τελεστεί δημοσία δαπάνη.
Γεννημένος το 1944, λίγες εβδομάδες πριν από την Απελευθέρωση της Ελλάδας από την Τριπλή Κατοχή στον Ελληνόπυργο Καρδίτσας, ο Δημήτρης Σιούφας ανδρώθηκε στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια – και ίσως αυτό το βίωμα ήταν που διαμόρφωσε εν πολλοίς τον ήπιο χαρακτήρα και τη συνθετική στάση του. Σπούδασε Δημόσια Διοίκηση και Νομικά, ενώ μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή σε μία δύσκολη για την παράταξή του χρονιά: το 1918. Εκτοτε, ουδέποτε έπαψε να εκλέγεται, ενώ ανέλαβε σταδιακά όλο και πιο κεντρικά πολιτικά καθήκοντα τόσο στο κόμμα όσο και στην κυβέρνηση διατελώντας πολλές φορές υπουργός. Ορισμένες από αυτές, όπως χαρακτηριστικά συνέβη με τον ασφαλιστικό νόμο που φέρει το όνομά του, η θητεία του υπήρξε εντελώς εξαιρετικής σημασίας. Το ίδιο συνέβη και μετά το 1997 όταν ανέλαβε το δεύτερο πολιτειακό αξίωμα της χώρας, αυτό του προέδρου της Βουλής, αφήνοντας πίσω του μία κατά κοινή ομολογία άψογη θητεία. Αλλωστε, ο Δημήτρης Σιούφας δεν ήταν ανάμεσα στους πολιτικούς που έβλεπαν τη Βουλή ως «συμπλήρωμα» ή υποπόδιο της κυβέρνησης. Βαθύς και πεπεισμένος κοινοβουλευτικός ο ίδιος, πίστευε στη Βουλή, στην αυταξία, τον ρόλο και τη σημασία της, στην κεντρική ανάγκη να διατηρεί ένα όσο το δυνατόν υψηλότερο επίπεδο στη λειτουργία και τη στελέχωσή της.
Χωρίς ποτέ να καταστεί οπαδός ενός Κοινοβουλίου ασύντακτου, πίστευε στην αξία της προσωπικότητας, της συνείδησης και του συνταγματικού ρόλου του βουλευτή, πέρα από την εκπλήρωση του κομματικού του καθήκοντος να στηρίζει ή να πολεμά, ανάλογα με τη συγκυρία, την όποια κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, αν και συντηρητικός πολιτικός, κάθε άλλο παρά τέτοιος υπήρξε σε μία σειρά από κοινωνικά ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε ως υπουργός, όπως λ.χ. σε ζητήματα σχετικά με την ισότητα των γυναικών, στα οποία έδωσε ώθηση ιδίως στην κρίσιμη θητεία του στα υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, την οποία, δικαίως, και ο ίδιος θεωρούσε ως μία από τις πιο σημαντικές της πορείας του, αφού κατάφερε με τρόπο υποδειγματικά αποτελεσματικό να δώσει μακρά παράταση ζωής σε ένα ένα ασφαλιστικό σύστημα που, ως υπουργός, όταν το παρέλαβε, βρισκόταν, κυριολεκτικά, στο χείλος του γκρεμού. Ο Δημήτρης Σιούφας νοιάστηκε γι’ αυτό: όχι για τις πολιτικές του ισορροπίες, αλλά για ό,τι πραγματικά σημαίνει η σταθερότητα και η επιβίωσή του σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο για τις ίδιες τις ζωές των ανθρώπων.