«Οι εκλογές του 2019 θα θυμίζουν κάπως τις εκλογές του 1985». Η εκτίμηση ακούγεται ολοένα και συχνότερα σε ορισμένα κομματικά γραφεία. Οι λόγοι που αρθρώνεται είναι δύο. Ο πρώτος, πως πολλοί είναι εκείνοι που έχουν πειστεί για τη διεξαγωγή τους σε κλίμα ακραίας πόλωσης. Ο δεύτερος, η αίσθηση ότι ο Πρωθυπουργός θα βασιστεί σε δοκιμασμένες συνταγές – όπως, ας πούμε, αυτήν της αντίστιξης με τους «κακούς προηγούμενους». Βλέπουν, δηλαδή, ως πιθανότερο ένα προεκλογικό αφήγημα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρουσιάζεται ωσάν η μοναδική λύση προκειμένου να αποφευχθεί η «παλινόρθωση» όσων κυβερνούσαν σαράντα χρόνια – με ολίγη από αγώνα κατά της Δεξιάς. Θα ήταν μια εύλογη επιλογή. Η πόλωση μπορεί να αποφέρει πολιτικά οφέλη στον Αλέξη Τσίπρα. Μπορεί, όμως, να τον εγκλωβίσει κιόλας.
Σύμφωνα με μια ανάλυση, προφανώς χάρη σε αυτήν θα συσπειρώσει το εκλογικό του ακροατήριο, με αποτέλεσμα να ανεβάσει τα ποσοστά του. Ωστόσο, το ίδιο θα συμβεί και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αρα, οι πιθανότητες να βρεθεί η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτοδύναμη αυξάνονται σημαντικά. Για τους δημοσκόπους, άλλωστε, είναι από τα βασικά της βιβλιογραφίας. «Το πολωτικό κλίμα», λένε, «ευνοεί τα μεγάλα κόμματα και συμπιέζει τα μικρά».
Υπάρχει, λοιπόν, το ενδεχόμενο η διαφαινόμενη προεκλογική αριστερή στρατηγική, διέγερσης των αντιδεξιών αντανακλαστικών μιας σεβαστής μερίδας των ψηφοφόρων, να γυρίσει μπούμερανγκ. Αιτία; Παρότι η ΝΔ παρουσιάζει ήδη υψηλά ποσοστά συσπείρωσης κι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι, γνωστός αναλυτής αναφέρει πως «όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές – ακόμη κι όταν η ψαλίδα μεταξύ τους είναι μεγάλη, γεγονός που επιδρά αποσυσπειρωτικά στον δικομματισμό – η παράσταση νίκης επηρεάζει κάποιους αναποφάσιστους συνήθως όχι προς όφελος του δεύτερου κόμματος».
Τα κόμματα εκτός Βουλής. Δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ακόμη κι αν έχει κατασταλάξει ο Πρωθυπουργός στην τακτική του κόμματός του ενόψει της κάλπης, ο εκλογικός νόμος δεν του επιτρέπει να διαλέξει με σιγουριά ένα σενάριο, το οποίο θα υπηρετήσει ο συριζαϊκός μηχανισμός. Κι αυτό επειδή η αυτοδυναμία είναι άμεσα συναρτημένη με το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Οσοι έχουν μελετήσει τον εκλογικό νόμο τονίζουν πως «όσο μεγαλώνει αθροιστικά το ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής τόσο μειώνεται ο πήχης της αυτοδυναμίας». Παρεμπιπτόντως, με 42% ο νικητής εξασφαλίζει μια άνετη αυτοδυναμία της τάξης των 160 εδρών. Τέτοια ποσοστά, όμως, ανήκουν στις προ κρίσης εποχές. Υπάρχει, βέβαια, και το σωσίβιο του μπόνους των 50 εδρών, το οποίο λαμβάνεται ανεξαρτήτως της διαφοράς του πρώτου κόμματος από το δεύτερο, αλλά και ασχέτως του αν παίρνοντάς το κατακτά 151 έδρες.
Με τα μέχρι τώρα δημοσκοπικά δεδομένα φαίνεται πως η επόμενη Βουλή θα είναι πεντακομματική. Στην περίπτωση που μπει τελικά ένα επιπλέον κόμμα και γίνει εξακομματική ανεβαίνει ο πήχης της αυτοδυναμίας για τον πρώτο. Κάποιοι, όμως, από τους αναλυτές θεωρούν πιθανό στις εκλογές που έρχονται να είναι μεγάλος ο αριθμός των εκτός Βουλής κομμάτων. Κυρίως λόγω της «υπερπροσφοράς» σχηματισμών – τόσο στα αριστερά της Αριστεράς όσο και στα δεξιά της Δεξιάς – που στις έρευνες κοινής γνώμης πιάνουν ένα ποσοστό κάτω μεν, σχετικά κοντά δε στο κατώφλι του 3%. Οι προβλέψεις, σε αυτήν τη φάση, τοποθετούν το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων μεταξύ 8% και 10%. Χωρίς να αποκλείεται κατηγορηματικά το βράδυ των εκλογών να αποδειχθεί και μεγαλύτερο.
Ο αριθμός των βουλευτών. Ενας επιπρόσθετος αστάθμητος παράγοντας είναι το είδος της αυτοδυναμίας που θα πετύχει – αν πετύχει – η ΝΔ, την οποία οι μετρήσεις δίνουν πρώτο κόμμα. Θα είναι ισχνή και ο αρχηγός της θα εξαρτάται από δυο – τρεις βουλευτές του; Ή θα είναι μεγάλη; Σίγουρα ο Τσίπρας θα προτιμούσε το πρώτο κι ο Μητσοτάκης το δεύτερο. Στην ανάλυση των στενών συνεργατών του τελευταίου ο μοναδικός τρόπος να πραγματοποιηθεί η μητσοτακική επιθυμία είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή στις εκλογές. Κατά το σκεπτικό τους, «η πλειονότητα όσων σηκωθούν από τον καναπέ τους για να πάνε να ψηφίσουν θα το κάνει για να φύγει η κυβέρνηση». Συμπληρώνουν, δε, πως «τεράστια σημασία για την αυτοδυναμία αλλά και τη διαφορά των δύο κομμάτων θα έχει το ποσοστό της συμμετοχής». Για την ιστορία, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 η αποχή είχε αγγίξει το 45,2%, ενώ τον Ιανουάριο ήταν 36,4%.
Αν, πάντως, ο Τσίπρας επιλέξει να ακολουθήσει ένα μοντέλο 1985, στην άλλη πλευρά έχουν έτοιμη την απάντηση. Θα συνοψίζεται στο επιχείρημα «ο ΣΥΡΙΖΑ μετρά ήδη δύο θητείες, επομένως δεν δίνετε μια δεύτερη ευκαιρία στον Τσίπρα». Και θα θέτει το δίλημμα «τρίτη ευκαιρία στον Τσίπρα ή πρώτη στον Μητσοτάκη;».