Στο Λονδίνο, στο Κοινοβούλιο, συζητούσαν καιρό για τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία θα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση και ακόμα άκρη δεν βρέθηκε, με την πλειοψηφία των βουλευτών να απορρίπτει τη συμφωνία που έκλεισε η Τερίζα Μέι με την ΕΕ. Στην Ουάσιγκτον ο πρόεδρος Τραμπ αποχώρησε έξαλλος από συνάντηση με τους ηγέτες του Κογκρέσου που αντιτίθενται στην κατασκευή του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, συνεχίζοντας μια σκληρή στάση που έχει παραλύσει την κυβέρνηση, στο μεγαλύτερο σε διάρκεια shutdown ομοσπονδιακών υπηρεσιών στην ιστορία της χώρας. Δύο κυβερνήσεις παραλυμένες. Δύο λαϊκιστικά σχέδια στις καθυστερήσεις. Δύο ευάλωτες δημοκρατίες σε κρίση.
Σπανίως έχει συγχρονισθεί τόσο πολύ η πολιτική ζωή σε Βρετανία και ΗΠΑ, όπως στο παγωμένο ξεκίνημα του 2019, τρία χρόνια μετά τις νίκες της εκστρατείας του Brexit και του Ντόναλντ Τραμπ, που έφεραν τα πάνω κάτω στο πολιτικό κατεστημένο των δύο χωρών. Λονδίνο και Ουάσιγκτον φαίνεται ότι έχουν πληγεί από το ίδιο φαινόμενο.
Οι ομοιότητες πολλές: οι οπαδοί του Brexit συγκρίνουν την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ με τον αμερικανικό πόλεμο για την ανεξαρτησία. Σε μια πρόσφατη ακροδεξιά συγκέντρωση, ένας άνδρας κατέφθασε κρατώντας μια Καμπάνα της Ελευθερίας, αντίγραφο εκείνης που βρίσκεται στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τραμπ τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του Brexit, ενώ ο βρετανός φίλος του Νάιτζελ Φάρατζ, ένας από τους επικεφαλής της καμπάνιας για το Brexit, εμφανίσθηκε στο δίκτυο Fox λέγοντας ότι η μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη είναι λόγος για να υποστηριχθεί η δημιουργία του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό που τόσο θέλει ο Τραμπ.
«Είναι εντυπωσιακό πόσο παράλληλα είναι όλα αυτά», λέει ο Στιβ Μπάνον, πρώην σύμβουλος του Τραμπ και σύμμαχος του Φάρατζ. «Εάν πρόκειται να προκαλέσεις το σύστημα, το σύστημα θα αντιδράσει». Εδώ και καιρό ο Μπάνον θεωρεί πιθανή την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από τον πρόεδρο Τραμπ – κάτι που άλλοτε φάνταζε απίθανο. Το ίδιο απίθανο φάνταζε κάποτε να αποσυρθεί η Βρετανία από την ΕΕ τον Μάρτιο χωρίς συμφωνία με τις Βρυξέλλες.
Αυτή η δυσλειτουργία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχει σημαντικές επιπτώσεις, δεδομένου του ρόλου των ΗΠΑ και της Βρετανίας ως πυλώνων του ΝΑΤΟ, ως ηγετών στις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις, στο μοίρασμα των πληροφοριών που συλλέγουν και ανταλλάσσουν οι μυστικές υπηρεσίες, στην επιβολή των κυρώσεων και στην αντιμετώπιση πολέμων όπως αυτού της Συρίας. Με τις δύο χώρες να αποχωρούν από πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες, η Κίνα, λένε οι ειδικοί, έχει την ευκαιρία να μπει στο παιχνίδι πιο έντονα και να παίξει ακόμα μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Ενώ η Ρωσία, γράφουν οι «New York Times», βλέπει ένα άνοιγμα να επεκτείνει την επιρροή της στην Ευρώπη, όπου ο ολοένα αυξανόμενος εθνικισμός απειλεί να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τόσο ο Τραμπ όσο και οι ηγέτες της εκστρατείας του Brexit απευθύνονται σε εθνικιστικά αντανακλαστικά στις χώρες τους, χρησιμοποιώντας ένα ισχυρό αντιμεταναστευτικό μήνυμα προκειμένου να απευθυνθούν κυρίως σε λευκούς ψηφοφόρους που αναζητούν μια πιο ομογενοποιημένη κοινωνία, η οποία όμως πλέον δεν υφίσταται.
Στη Βρετανία, το Μεταναστευτικό έχει αποδειχθεί ένα ρεύμα χρήσιμο για τους συντηρητικούς πολιτικούς, τουλάχιστον από το 1968 όταν ο βουλευτής Ινόχ Πάουελ έμεινε στην Ιστορία ζητώντας τον επαναπατρισμό των μεταναστών. Η ομιλία του καθηγητή κλασικών γλωσσών έμεινε στην Ιστορία ως «Ποταμοί αίματος», από τους στίχους του Βιργιλίου στην «Αινειάδα» που παρέθεσε: «Νομίζω πως βλέπω τον Τίβερη να αφρίζει από το αίμα». Οταν την εκφώνησε, 15 ημέρες μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα τις φυλετικές ταραχές στις ΗΠΑ. Ο Πάουελ εξέφρασε τις ανησυχίες της συντηρητικής πολιτικής σκέψης της εποχής: τη μετατροπή της Ευρώπης σε πολυφυλετική κοινωνία. Εκείνη η ομιλία θεωρείται ότι οδήγησε το Συντηρητικό Κόμμα σε θρίαμβο στις εκλογές του 1970 αλλά μετέτρεψε τον Πάουελ σε πολιτικό παρία.
Παρότι έχει περάσει μισός αιώνας η κόκκινη γραμμή του λαϊκισμού διατρέχει τις δεκαετίες. Ο Πάουελ πίστευε ότι η έλευση των «ξένων» από τις πρώην βρετανικές αποικίες ήταν προϊόν αποφάσεων που λάμβαναν οι οικονομικές και εμπορικές ελίτ. Δηλαδή το ίδιο που διακηρύσσει σήμερα ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και υπόσχεται να εμποδίσει. Στις ΗΠΑ, όπου η Δεξιά κάποτε ασχολείτο κυρίως με κοινωνικά θέματα όπως οι αμβλώσεις και οι γάμοι ομοφύλων, αναδεικνύεται σήμερα το Μεταναστευτικό ως πρωτεύον ζήτημα. Εως το 2008 η οικονομική κρίση οδήγησε στην απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, σε μακροχρόνια ανέργους και στην πρόκληση έντονων αντιδράσεων μεταξύ των υποστηρικτών του Τραμπ βασισμένων στα όσα διαλαλούσε ο αμερικανός μεγιστάνας: ότι οι μετανάστες πληρώνονται λιγότερο και έτσι τους κλέβουν τις δουλειές και καταστρέφουν τις ζωές τους.
«Ο πολιτισμικός πόλεμος αντικαταστάθηκε από τον πόλεμο των συνόρων», παρατηρεί ο Μάικλ Λιντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Οι κάτοικοι των αγροτικών μετα-βιομηχανικών περιοχών βλέπουν πια την παγκοσμιοποίηση καχύποπτα. «Οι άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές λένε: ΟΚ, δεν δίνουμε άλλο χρόνο σε εκείνους που κυβερνούν στο Λονδίνο και στην Ουάσιγκτον. Ο χρόνος τους τελείωσε. Δεν θα περιμένουμε και άλλα χρόνια για την ανάκαμψη».
Η πεποίθηση ότι τα προβλήματα θα λυθούν μέσω του απομονωτισμού εάν υψωθούν τείχη ή κρατηθούν αποστάσεις από τους γείτονες δεν είναι καινούργια ούτε στη Βρετανία ούτε στις ΗΠΑ. «Το Brexit και το τείχος στα σύνορα έχουν ρίζες στην ίδια παρόρμηση», λέει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, ειδικός στη διεθνή πολιτική στο Ινστιτούτο Brookings. «Και τα δύο αντιπροσωπεύουν μια απομονωτική προσέγγιση του κόσμου».
Αλλωστε, σε κάποιο βαθμό, Βρετανία και ΗΠΑ αλληλοεπηρεάζονται συχνά στις τάσεις της πολιτικής ζωής. Η Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε την εξουσία δύο χρόνια πριν από τον συντηρητικό σύμμαχό της Ρόναλντ Ρίγκαν. Οι Βρετανοί ψήφισαν την αποχώρηση από την ΕΕ πέντε μήνες πριν από τη νίκη του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές. Το αντίθετο συνέβη στη δεκαετία του ’90 όταν ο Μπιλ Κλίντον ανήλθε στην εξουσία προαναγγέλλοντας τη νίκη του Τόνι Μπλερ.
Η παράλληλη πορεία συνεχίζεται και σήμερα. Μπορεί η Βρετανία να είχε παραδοσιακά ένα «ισχυρό, σταθερό κεντρικό κράτος» που έπαιρνε τις αποφάσεις, όμως αυτό αλλάζει, καθώς το Κοινοβούλιο – ιδιαίτερα στο θέμα του Brexit – μπλόκαρε τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνει η Βουλή στις ΗΠΑ, η οποία πλέον ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, στον πρόεδρο Τραμπ. «Και οι δύο χώρες βλέπουν το παραδοσιακό Κέντρο να συμπιέζεται», παρατηρεί ο Μάθιου Γκούντγουιν, συγγραφέας του βιβλίου «Εθνικός λαϊκισμός: Η εξέγερση εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας». «Ο πλουραλισμός των ιδεών δέχεται πλήγμα. Και στις δύο χώρες οι λαϊκιστές κερδίζουν έδαφος».