«ΤΑ ΝΕΑ» το Σάββατο δημοσίευσαν το κείμενο της περίφημης Συμφωνίας των Πρεσπών, δίνοντας στους αναγνώστες τους την ευκαιρία να διαβάσουν τι ακριβώς περιλαμβάνει. Αλλαξε γνώμη όποιος διάβασε το κείμενο; Πολύ αμφιβάλλω. Οι λεπτομέρειές της Συμφωνίας απασχολούν όσους πολιτικούς μιλάνε για αυτή και όσους διπλωμάτες μπορούν να την αποτιμήσουν.
Ο κόσμος έχει τα δικά του κριτήρια. Υπέρ της Συμφωνίας είναι όσοι θέλουν να λήξει μια διαφορά με ένα γειτονικό κράτος – «μια διένεξη που σέρνεται χρόνια χωρίς να έχει νόημα» λένε. Είναι άνθρωποι πρακτικοί, που πιστεύουν πως στο τέλος της ημέρας κάποιο κέρδος θα υπάρξει, όσο κι αν δεν διακρίνεται. Κατά της Συμφωνίας είναι όσοι βλέπουν σε αυτή μια εθνική ήττα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων. Οι πιο πολλοί από αυτούς αδιαφορούν για το τι προβλέπεται στη Συμφωνία για την ιθαγένεια ή τη γλώσσα: μεγάλωσαν με την άποψη ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να αναγνωρίσει το γειτονικό κρατίδιο με το όνομα «Μακεδονία». Είναι άνθρωποι που έχουν δει τη χώρα μας να κάνει του κόσμου τις υποχωρήσεις απέναντι στους ξένους τα τελευταία χρόνια και διαολίζονται όταν ακούν ότι «το πρόβλημα πρέπει να λυθεί για να μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ» ή γιατί «το ζήτησε η Μέρκελ». Κυρίως δυσπιστούν για το ότι χάρη στη Συμφωνία θα υπάρξει κάποιο κέρδος. Σε αυτά τα δύο στρατόπεδα χωράνε φυσικά κι άλλοι. Στο πρώτο μπορείς να βρεις αρκετούς που πιστεύουν πως θα ‘πρεπε να αναγνωρίσουμε τα Σκόπια ως «Μακεδονία» υπακούοντας στις αρχές ενός αντικαπιταλιστικού διεθνισμού. Στο δεύτερο υπάρχουν ένα σωρό σαλεμένοι που μιλάνε για «κρεμάλες» και «προδότες», όπως μιλούσαν και για όσους υπέγραφαν Μνημόνια – κάποτε μάλιστα τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον ενοχλούσαν και ιδιαίτερα. Ομως σε κάθε περίπτωση αυτοί είναι σχετικά λίγοι – οι πολλοί είναι ή πρόθυμοι ή δύσπιστοι. Οι δεύτεροι μοιάζουν πολύ περισσότεροι: τη δυσπιστία τους τη μεγαλώνει η ίδια η κυβερνητική πρακτική κι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον της υπόθεσης.
Η επιστράτευση πολλών διασημοτήτων από την πλευρά της κυβέρνησης και η ίδια η προσπάθεια του Πρωθυπουργού να βρει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία μοιράζοντας υπουργεία και θέσεις στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, με σκοπό να περάσει από τη Βουλή η Συμφωνία, απλά ισχυροποιούν το φρόνημα όσων θεωρούν ότι η Συμφωνία είναι ένα είδος εθνικής ήττας: αν δεν ήταν τέτοια, λένε, το τελευταίο που θα αναζητούσε, ειδικά αυτή η κυβέρνηση, θα ήταν συμμάχους και υποστηρικτές μεταξύ εκείνων που μέχρι χθες τα στελέχη της έβριζαν! Η προβολή από τα φιλοκυβερνητικά Μέσα των προθύμων που ξημεροβραδιάζονται στα πάνελ προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο ότι δεν καταλαβαίνει το τεράστιο κέρδος από αυτή την εξέλιξη, στα μάτια τους μαρτυρά απλά ότι η κυβέρνηση ψάχνει κόσμο να δικαιολογήσει τις αποφάσεις της. Η ανάγκη για δικαιολογίες μεγαλώνει την υποψία ότι έγινε κάτι λάθος: είναι κανόνας της ζωής.
Στην πραγματικότητα η Συμφωνία θα ‘πρεπε να αποτιμηθεί χωρίς συναισθηματισμούς, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας πληρώνει τις προηγούμενες επιλογές του. Πορεύτηκε προς την εξουσία με τη ρητορική της οργής, επέβαλε διχαστικά διλήμματα, έπεισε τον κόσμο ότι διάφορα διευθυντήρια επιβουλεύονται τη χώρα μας κάνοντάς την πειραματόζωο κ.τ.λ. Σήμερα πολλοί βλέπουν τη Συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο ως ξεπούλημα της Μακεδονίας, αλλά και ως σύμβολο μιας ενδοτικότητας, που ο Τσίπρας κάποτε κατήγγελλε. Αν ο Πρωθυπουργός θεωρεί ότι αυτός ο κόσμος είναι λίγος και πως οι πρόθυμοι να του συμπαρασταθούν είναι πιο πολλοί, ας στήσει κάλπες. Εχοντας την υποστήριξη του περίφημου «διεθνούς παράγοντα» αλλά και πολλών προσωπικοτήτων, που χαίρονται να κουνάνε το δάχτυλο στον κόσμο, τι έχει άραγε να φοβηθεί; «Ο μόνος μας φόβος είναι ο φόβος» έλεγε κάποτε. Για τον φόβο απώλειας της καρέκλας δεν είχε τοποθετηθεί…