Ο Στέλιος Βαμβακάρης είναι ο γιος του «Πατριάρχη» του λαϊκού τραγουδιού μας, Μάρκου. Αυτό από μόνο του θα αρκούσε, αν ο ίδιος ο Στέλιος δεν είχε τη δική του μεγάλη, αυτοτελή πορεία στο τραγούδι. Σήμερα, φαίνεται πως πιο πεισματικά παλεύει να αναβιώσει το μοναδικό παίξιμο του πατέρα του, τα κουρδίσματα, το ύφος. Σε μια εποχή φλύαρη, η επιστροφή στην απλότητα μοιάζει σχεδόν επαναστατική και αυτό δεν αφορά μόνο τη μουσική. Περίπου στα 70 του σήμερα ο Στέλιος μάς υποδέχεται στο διαμέρισμά του στον Κορυδαλλό, εδώ συμβιώνει με τη σύντροφό του και εξαιρετική τραγουδίστρια Εβελίνα Αγγέλου. Μια διαφημιστή βίντατζ ρεκλάμα από εμφάνιση του Μάρκου Βαμβακάρη από κέντρο το ’60, δεκάδες δίσκοι (πολλή ξένη μουσική) και φωτογραφίες. Ο Στέλιος σταματάει ενίοτε την αφήγησή του, παίζοντας τα περίφημα καραντουζένια του (παρόντος του νέου ταλαντούχου μουσικού Μιχάλη Δήμα), συγκινείται χωρίς να το κάνει θέμα και θυμάται εκτός του πατέρα του και των πρώτων μαγαζιών όπου τον συνόδευε και τη δική του πορεία από τα νυχτερινά κέντρα στη Θηβών και στο Σύνταγμα τη δεκαετία του ’60 μέχρι τις συμπράξεις του με τον μπλουζίστα Λουιζιάνα Ρεντ και τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ο Στέλιος την άλλη Δευτέρα με το συγκρότημά του θα παρουσιάσουν τα ίδια τραγούδια που είχαν επιλεγεί ως αντιπροσωπευτικά μουσικά δείγματα στη διάλεξη του 1949 του Μάνου Χατζιδάκι, σε μια τιμητική εκδήλωση για τα 70 χρόνια από τότε, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Μαζί του στην κιθάρα θα είναι ο ηθοποιός Γιάννος Περλέγκας.
Τι κάνετε τώρα;
Παίζω τα Σάββατα στο Χαμάμ με τον Μανόλη Πάππο και την Ανατολή Μαργιόλα. Εχουμε κάνει ένα συγκροτηματάκι, παίζουμε ρεμπέτικα. Ενα άλλο πράγμα που γίνεται αυτό τον καιρό είναι πως έχω βρεθεί με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Κάνει παράσταση για τον πατέρα μου και προσφέρθηκα τον βοηθήσω στο θέμα του τρίχορδου μπουζουκιού, να φανερώσουμε πια το μπουζούκι το σπαθένιο, όχι το σκούρο, του Απόλλωνα τη λύρα.
Δηλαδή;
Το παίξιμο του Μάρκου είναι ένα πράγμα μυθικό. Αυτό το πράγμα πια το κουβαλάω και θέλω να το δείξω σε όλους. Να παιχτεί η μουσική όπως τα έπαιξε ο Μάρκος, στα ντουζένια – στα κουρδίσματα. Είναι κλειδιά του μπουζουκιού που είχε ο Μάρκος μέσα του. Ενα πράγμα θεϊκό. Δεν ξέρω πώς βρήκε τους τόνους και κούρδισε το μπουζούκι πάνω στη φωνή του και πάνω στο κέφι του.
Γιατί επιμένετε σε αυτό;
Επειδή όλο το ύφος των τραγουδιών του είναι η ψυχή του, να σου πω ένα τραγούδι «Θέλω μαστούρης να γενώ». Αλλα: «Το διαζύγιο», «Η Φραγκοσυριανή». Αυτά είναι ένα βιογραφικό πράγμα αυτού του ανθρώπου, εικόνες που μετουσίωνε σε τραγούδια με μια μορφή απίστευτη. Εκανε ένα τραγούδι με ένα ακόρντο, ίσως το πιο δύσκολο όλων.
Γιατί είναι δύσκολο;
Ο καθένας κρύβει μέσα του κάτι. Αλλος είναι μηχανικός, άλλος οδηγός. Κάποιοι ξεχωρίζουν, έχουν ένα έμφυτο δώρο, είναι προικισμένοι. Ο Μάρκος το είχε ανακαλύψει από πολύ μικρό παιδί.
Πώς έγινε αυτό;
Μπήκε στη φάρα του μπουζουκιού, μπήκε μέσα στις λατέρνες, στα καφενεία στη Σύρα όπου χόρευαν οι μάγκες ζεϊμπέκικα, μέσα στους τεκέδες. Αυτή η ζωή τού δημιούργησε και τις φωτογραφίες μέσα στην ψυχή του. Επλασε τον κόσμο του. Ηταν ένα σενάριο. Τα τραγούδια του όλα είναι καραντουζένια, έχουν βάθος. Μέσα σε ένα στιχάκι του λέει την ελληνική Ιστορία.
Γιατί είναι δύσκολος;
Επαιζε με την ψυχή του. Αυτά που έλεγε τα φανέρωνε μουσικά, είχε μέσα του τον ρυθμό, όπως οι νέγροι τα μπλουζ. Αυτό παίζει μεγάλο ρόλο. Δεν γίνεται να γράψεις ζεϊμπέκικο και να μην ξέρεις ζεϊμπέκικο. Ο Μάρκος ήταν καραζεϊμπεκάς, είχε δει σούφηδες, είχε δει νησιώτες να χορεύουν ζεϊμπέκικο. Εχεις δει Μυτιληνιούς να χορεύουν;
Περισσότερο τι τον επηρέασε, αλήθεια; Η Σύρος ή ο Πειραιάς;
Και τα δύο ήταν πολύ σοβαρά μέσα του. Εκεί όπου γεννήθηκε ανακάλυψε πως ήταν ποιητής. Η Σύρα είναι ένα μέρος με ρομάντζες, είναι ένα μέρος όπου πας και την αράζεις και ακούς, φλώρια, καρδερίνες, πουλιά, ακούς νερά να τρέχουν, καλάμια, ήταν, είναι ένας κόσμος παραδεισένιος. Γύρναγε με τον πατέρα του, μάζευε κλαδιά, ήταν συνέχεια στο γυρολόι. Αυτός που ανακαλύπτει τον εαυτό του από πιτσιρικάς φαίνεται τι θα γίνει. Εγώ άνοιξα τα μάτια μου και είδα μπουζούκια και μπαγλαμάδες.
Πρώτη εικόνα που θυμάστε;
Μουσικοί γίναμε από την πρώτη μέρα που γεννηθήκαμε. Κι εγώ και ο αδελφός μου ο Δομένικος. Ηταν πάντως πολύ δύσκολη η ζωή. Οταν μεγάλωνα εγώ, ο Μάρκος ήταν κάτω. Το 1951 είχε πει το «πολλά είδαν τα μάτια μου» και μετά ήλθε η καθίζηση.
Πώς;
Τον στύψανε και τον πετάξανε. Ποτέ όμως στη ζωή του δεν σταμάτησε να ασχολείται με τη δουλειά του. Πάντα μέσα στο μυαλό του είχε τα ποιήματα. Πρωί πρωί είχε ασχολία με κότες, με κουνέλια, αγαπούσε πολύ τα ζώα, είχε πουλιά, καρδερίνες. Και το κυριότερο είναι ότι πάντοτε μας είχε κοντά του, μας αγαπούσε πολύ. Ο Δομένικος ήταν αυτός που συνοδεύει (στη μουσική). Κι εγώ ήμουν ο εκτελεστής και η αβάντα του. Οταν μας έβλεπε να παίζουμε δεν το πίστευε, γούσταρε. Γιατί είχε μέσα στο σπίτι του έναν άνθρωπο να τον συνοδεύει και να ‘ναι το παιδί του.
Πρώτη δουλειά που πήγατε μαζί του;
Το γυρολόι. Πηγαίναμε Σύρο, Μύκονο. Το 1957 ήμουν πιτσιρικάς. Πήγαμε και αντί να πάμε να κοιμηθούμε σε ξενοδοχείο στη Σύρο, κοιμηθήκαμε σε καρέκλες σε καφενείο. Πέρασα δύσκολα με τον πατέρα μου. Οταν τέλειωνα το σχολείο, το καλοκαίρι, ο Μάρκος πήγαινε σε ένα μαγαζί στην παλιά Κοκκινιά, σε κάνα ταβερνάκι. Περίμενε να του πει κανένας να παίξει κάνα τραγουδάκι.
Θυμάστε τα μαγαζιά;
Του Ξύδη στην παλιά Κοκκινιά. Ενα άλλο του Σοφιάδη στου Αϊ-Γιάννη του Ρέντη στα τρένα. Ηταν ταβέρνες. Μόλις σχόλαγαν τα μπουρδέλα, όλη η Τρούμπα, όλη η παρανομία, πήγαιναν εκεί και τρώγανε πατσά και κοτόπουλο. Αλλά και χασάπηδες και μανάβηδες. Μετά πηγαίναμε και στο Πέραμα.
Στου Αλογάκου;
Αυτό ήταν με γυναίκες. Εγώ πήγαινα σου Σκέτου, με το λεωφορείο της γραμμής.
Μπαίνατε σε λεωφορείο με τον Μάρκο με τα όργανα;
Του βάσταγα το μπουζούκι, φούσκωνε γιατί είχε άσθμα, ήταν άρρωστος. Τα κράταγα πότε εγώ, πότε ο Δομένικος. Εγώ τον αβάνταρα γιατί με αγάπαγε και του έδινα κουράγιο. Συγχρόνως, γινόμουν μουσικός, ποτιζόμουν από αυτόν. Δεν περιγράφεται να βλέπεις τον Μάρκο να παίζει. Η πενιά του, το σύρσιμό του, η γλύκα του, πάνω στις χορδές. Τρομερός. Τον Χιώτη τον παίζουνε – τον Μάρκο όχι.
Πότε έρχεται η αναγνώριση του Μάρκου; Στο ’60 με τα extended play και τις επανεκτελέσεις των τραγουδιών του από Τσιτσάνη – Μπιθικώτση κ.τ.λ.;
Πάντα γίνεται κάτι. Τραβήχτηκε πολύ. Πέρασε του κόσμου τα μαρτύρια, τα σαράντα κύματα. Και είχε και να ζει την οικογένειά του. Κάποια στιγμή υπήρχε ένα τραγούδι, το «Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια». Το κανε ο Περπινιάδης, μέσα σε αυτό ήταν ο Μάρκος. Τα στιχάκια ήταν του Μάρκου; Η μουσική; Ηταν πάντως μπλεγμένος. Επαιξε μεγάλο ρόλο. Μετά τα συνθήματα πέσανε. Κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης έγινε διευθυντής στην Κολούμπια, είχε τέλος πάντων το κουμάντο. Τότε ο Μπιθικώτσης ήθελε πολύ να τραγουδήσει Μάρκο. Γίνεται ένα τηλεφώνημα. Για την ακρίβεια, δεν είχαμε τηλέφωνο. Καθόταν ο Μάρκος και τον παίρνανε σε ένα καφενείο στην Κοκκινιά. Τον παίρνει κάποιος και του λέει: Το απόγευμα θα ‘ρθει ο Μπιθικώτσης. Τότε ο Γρηγόρης είχε κάνει το «Τρελοκόριτσο», είχε σουξέ. Δεν είχε κάνει ακόμη Θεοδωράκη, ήταν στα χνάρια του, ζυμωνόταν, μεγάλη μαγκιά κι αυτός.
Και;
Ξαφνικά που λες βλέπω τον Μπιθικώτση με μηχανάκι, από πίσω του ο μπουζουξής ο Νίκος Καρανικόλας – ήτανε κολλητοί. Ερχονται στην παλιά Κοκκινιά. Μπαίνει ο Μπιθικώτσης στο υπόγειο και μόλις τον βλέπει γονατίζει και του λέει: Με έστειλε ο Θεός να τραγουδήσω τα τραγούδια σου, θα μου τα δώσεις; Από κει πέρα ξεκινάει η δεύτερη καριέρα του πατέρα μου.
Τι απήχηση είχαν αυτές οι επανεκτελέσεις;
Δεν υπήρχε ταξί να μην τα παίζει. Ο Μάρκος έπαθε πλάκα. Το βράδυ, πάντα ξενύχταγε, έγραφε. Ερχονταν ταξί πάνω από το σπίτι μας, σταμάταγαν και βάζανε το «Αντιλαλούνε οι φυλακές».
Τότε τον ανακαλύπτουν και διάφοροι λόγιοι;
Αρχινάει και η ανακάλυψη του Μάρκου από φοιτητές. Κουνάδης, Χριστοφιλάκης, Νέαρχος Γεωργιάδης. Μετά και οι λόγιοι όπως ο Γ.Π. Σαββίδης, ο Κούνδουρος, ο Φέρρης. Τον πλησίασαν πολλοί.
Εσείς;
Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει κι έγραφα κι εγώ. Ημουν μαθητής στο σχολείο και αντί να διαβάζω έγραφα στιχάκια.
Στα κέντρα πότε πρωτοδουλεύετε;
Στα κέντρα μπήκα δώδεκα χρόνων.
Πρώτο κέντρο χωρίς τον Μάρκο δίπλα σας;
Στη Μαντουμπάλα με τους Μανώλη Αγγελόπουλο, Λύδια, Μενιδάτη, Ζαγοραίο, τέσσερα – πέντε χρόνια έμεινα εκεί. Τέλεια πέρασα. Δεκατριών – δεκατεσσάρων ήμουν. Επαιζα με τον Σήφη Κέρπελη. Εφυγε ο Γιάννης Παλαιολόγου και τον αντικατέστησα. Εγώ δεν χρησιμοποίησα το όνομα του Μάρκου. Την ημέρα που βγήκα στα μπουζούκια σκοτώσανε τον Κένεντι.
Αλλα κέντρα;
Φωκίωνος Νέγρη, Σύνταγμα στην Κάσμπα, Αλεξανδριανή, Καν Καν. Πήγαινα και στα καλοκαιρινά θέατρα, έπαιζα σε πανηγύρια με Ζαγοραίο, Μιχαλόπουλο, Μπίνη, Τσαουσάκη, Τσιτσάνη. Πέρασα από όλο το φάσμα.
Χαράξατε όμως τον δικό σας δρόμο.
Οταν πήγα στα σκυλάδικα – δεν ήταν σκυλάδικα, είχε κάνα δυο γυναίκες για κονσοματρίς – πήγαινα εκεί γιατί έβρισκα τραγουδιστές που έπαιζαν τραγούδια που μου αρέσανε. Παίζανε συρτορούμπες αλλά και αυτά. Ερχονταν άνθρωποι που κάνανε παραγγελίες. Πληρωμένες ήταν. Χαρτούρα υπήρχε. Κάπου δεκατρία χρόνια κάθισα εκεί. Μετά άρχισα συναυλίες και παραστάσεις.
Ψαχνόσασταν πάντα μουσικά…
Τον δικό μου δρόμο τον χάραξα από τότε που έπιασα το όργανο, ήθελα να είμαι εγώ, ήξερα τι θέλω να κάνω. Μέχρι τώρα αγωνίζομαι. Το ύφος μου βγαίνει από μένα, είναι σιδερωμένα τα πάντα. Τώρα κοιτάζω και κάνω πράγματα με τα κουρδίσματα.
Ακούγατε πάντα ξένη μουσική;
Πάντα. Υπάρχει αιτία. Ο Πάνος ο Ηλιόπουλος. Αιτία που πείραξα το όργανο. Εγώ δεν το λέω μπλουζ, το λέω πενιές. Δανείζομαι αυτή την ορολογία, ρυθμικά. Παίζω ένα τραγούδι τριών λεπτών σε οκτώ. Γιατί έχω να διαλέξω πράγματα. Εχω πλούτο, επειδή έχουν ριζώσει πράγματα μέσα μου.
Με τον μπλουζίστα Λουιζιάνα Ρεντ πότε συναντιέστε;
Θεός, μεγάλος μπλουζίστας. Θείος του Τζίμι Χέντριξ και πρώτος ξάδερφος της Σάρα Βον. Εδώ έπαιξε ρόλο ο Αγγελάτος. Αυτός τον έφερνε από Γερμανία. Ενα απόγευμα ήμουν στο υφυπουργείο Νέας Γενιάς και ήταν εκεί ο Αγγελάτος. Τα βράδυ θα έπαιζε ο Λουιζιάνα στο Ρόδον. Με κάλεσαν. Εκεί έγινε το πάντρεμα. Ανέβηκα και παίξαμε. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι έγινε. Ιστορικό πράγμα, να βλέπω τον νέγρο. Βάραγα το τέλι μου χωρίς να παίζω νέγρικα, μα πειραιώτικα. Ημασταν και οι δύο κουρδισμένοι! Μου έκανε εντύπωση που όταν έπιανε σε σπίτι την κιθάρα έπαιζε οκτώ ώρες μόνος του. Εγραψε και τραγούδι για μένα, άρα τον έφτιαξα.
Η πιάτσα, το σαλτάρισμα και τα «Μπλουζ του Πρίγκηπα»
Για τον Παύλο Σιδηρόπουλο τι έχετε να πείτε;
Μεγάλος ποιητής. Είχε αυτή τη ρίζα μέσα του. Ηταν γεννημένος να κάνει αυτό που έκανε, τόσο πολύ αληθινός. Με τον Πάνο τον Ηλιόπουλο τον πρωτογνώρισα στα πολύ καλά του. Μου έλεγε: «Εγώ είμαι συγγενής με τον Καζαντζάκη, εσύ με τον Μάρκο, θα κάνουμε τραγούδια οι δυο μας». Τότε μου έδωσε κασέτα με τα «Μπλουζ του Πρίγκηπα» και μου ζήτησε να βάλω εισαγωγές. Κάναμε παρέα, του έπαιζα και τότε κάναμε το «Η Φαντασία στην Εξουσία». Αυτό είναι όλο καραντουζένι. Εχει κουρδίσματα.
Τι είναι καραντουζένι;
Να το βρούμε και να το αναπτύξουμε. Με ένα όργανο κάνεις συναυλία στο Ηρώδειο, με αυτόν τον τρόπο. Το απόλυτο ζύγισμα τονικά, ρυθμικά. Είναι πολύ υψηλό επίπεδο. Η εποχή όμως είναι φλύαρη και γι’ αυτό δεν μπορεί να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα.
Λαϊκό σήμερα γράφεται;
Προσπάθειες γίνονται. Κατασταλαγμένοι δεν υπάρχουν ακόμη.
Υπάρχουν λόγοι να γραφτεί;
Υπάρχουν άτομα που σφυράνε, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σαλταρισμένοι. Είναι το κρύο, ο χιονιάς, τώρα σηκώνεται να πάει στη δουλειά και τρέχει ή πάει σε τράπεζα να μην του πάρουν το σπίτι. Αυτό είναι μουσική, είναι στίχος. Ενα σωρό ιστορίες γίνονται στον δρόμο.
Αυτό προϋποθέτει παρατήρηση!
Εγώ κάνω νταραβέρι, περπατώ πολύ. Εχω κάνει με όλες τις φάρες. Αετονύχηδες, παπατζήδες, παλαιοπώληδες, βαποράκια. Ξέρανε πάντα πως εγώ δεν μιλάω. Η πιάτσα είναι ίδια, είναι το ρίξιμο. Δεν αλλάζει αυτό.