Δύο θεωρίες έχουν συζητηθεί εδώ και χρόνια για τον ρόλο και τη θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνική πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου του. Η μία θεωρία ισχυρίζεται πως ο καλλιτέχνης πρέπει να απέχει από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, να αποσύρεται στην κρυψώνα του και να αφοσιώνεται αποκλειστικά και εμμονικά στο έργο του. Είναι η γνωστή θεωρία «Η τέχνη για την τέχνη». Ο καλλιτέχνης, ο ποιητής, όπως η χρυσαλλίδα εγκαταβιώνει μέσα στο κουκούλι του και με τις κλωστές που παράγει το ταλέντο του χτίζει με αυθεντικά υλικά, χωρίς έξωθεν επιδράσεις τη φωλιά του, χώρο άμυνας και επίθεσης, εναντίον των εξωτερικών εχθρών που, κατά την άποψη αυτή, ούτε δικαίωμα ούτε γνώση έχουν ώστε να έχουν γνώμη για ένα έργο προσωπικό και αυτόνομο. Η άλλη θεωρία, πλέον δημοφιλής και χωρίς αμφιβολία λογικότερη, ζητάει από τον καλλιτέχνη να είναι πρωτίστως πολίτης και το έργο του να αναφέρεται, να σχολιάζει, να κρίνει τα κοινωνικά φαινόμενα, την ηθική, την αισθητική και την ιδεολογία που κυριαρχεί ή υποφώσκει στην κοινωνία όπου ζει ή να αναλύει τους όρους, μια ιδέα ή μια πρακτική, που ωφελούν ή βλάπτουν τον άνθρωπο και ως εκ τούτου το καλλιτεχνικό έργο συμβάλλει στην γενικότερη πανανθρώπινη προσπάθεια να αλλάζουν προς το καλύτερο οι ιδέες, οι θεσμοί, οι αρχές, τα κίνητρα και οι σκοποί του ανθρώπινου είδους.
Η πρώτη θεωρία που συνήθως εμφανίζεται επικαιρικά σε μεγάλες κρίσης πολιτισμού εξαιτίας πολέμων, συρράξεων και ηθικού ξεπεσμού, αριστοκρατική στη βάση της, σπάνια έδωσε έργα διαρκείας και όσα επιβίωσαν διακρίνονται όχι τόσο για τις ιδέες τους όσο για την καλλιεργημένη μορφή τους και εξάλλου είναι και το ζητούμενο της θεωρίας που δογματίζει πως σκοπός του καλλιτέχνη είναι η πρωτοτυπία της σύνθεσης και η ανάδειξη των αισθητικών προταγμάτων.
Οι δημιουργοί της «καθαρής τέχνης» αδιαφορούν για την εντύπωση που κάνει το έργο τους στο κοινό και πολύ συχνά αρνούνται να το εκθέτουν, να το δημοσιοποιούν. Ακραία τέτοια τακτική ήταν το κίνημα (εικαστικό και λογοτεχνικό) που ονομάστηκε Νταντά, γιατί παράπεμπε σε μια «νηπιότητα» όπου σημασία είχε η εκτόνωση που αυτοϊκανοποιείται όπως το νήπιο που μουτζουρώνει χαρτιά ή κατασκευάζει όγκους με τον πηλό και μετά τα καταστρέφει χωρίς ίχνος ιδεολογικού σκοπού ή αισθητισμού. Το κίνημα αυτό γεννήθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον πρώτο μαζικών μέσων καταστροφής πόλεμο στην ανθρωπότητα (αεροπορία, αέρια) που έθετε στους ευαίσθητους καλλιτέχνες το καίριο ερώτημα που έθεταν μεγάλοι ποιητές. «Και τι θέση έχει η ποίηση σε μια ανήθική εποχή» (Χέλντερλιν) και «Η ποίηση σήμερα γράφεται στο πίσω μέρος αγγελτηρίων θανάτου» (Εγγονόπουλος) – γράφω από μνήμης, κρατώντας το νόημα.
Εξάλλου μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο για λίγο εμφανίστηκε και το κίνημα Λετρισμός όπου οι ποιητές γράφανε «στίχους» χωρίς νόημα και οι λέξεις στηρίζονταν στην εναλλαγή συμφώνων και φωνηέντων μιμούμενες ήχους της φύσης.
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΚΑΗΜΟΙ. Η άλλη, κυρίαρχη αυτή, ποιητική έχει ανοιχτά και πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής και προσπαθεί όπως ο Παπαδιαμάντης να δει αν έχουν ποτέ τελειωμό τα πάθη και οι καημοί του ανθρώπου. Από την «Ιλιάδα» και τη Σαπφώ έως τον Αισχύλο και τον Σολωμό, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη αλλά και τον άγνωστο ακόμη στο κοινό ποιητή που τυπώνει μια συλλογή για να μιλήσει για τους καημούς του ή τα πάθη της κοινωνίας του ή την τρέλα των ηγετών του ή την ελπίδα που υπόσχεται ο θεός του ή το ένστικτό του, οι δημιουργοί ρισκάρουν αν θα βρουν ευήκοα ώτα ή η φωνή τους θα πέσει στο κενό.
Ποιος άκουσε τον Αισχύλο, όταν στους «Πέρσες» προειδοποιούσε τους Αθηναίους να μην αλαζονευτούν όπως ο Ξέρξης; Ποιος άκουσε τον Σολωμό που προειδοποιούσε στον Υμνο «αν μισιούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθερία»; Ποιος άκουσε τον Σεφέρη που τον πλήγωνε η Ελλάδα; Είπα παραπάνω πως είναι ρίσκο η ποίηση και γίνεται σχεδόν παγίδα όταν ο ποιητής γράφει σε μια χώρα που έχει επικρατήσει ο ολοκληρωτισμός: ο Ντοστογέφσκι και ο Σολζενίτσιν πήγαν στη Σιβηρία, ο Ρίτσος στη Μακρόνησο, ο Ουγκώ στην Αγγλία, ο Λόρκα δολοφονήθηκε, ο Θεοδωράκης βασανίστηκε και βέβαια ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο και ο Τζορντάνο Μπρούνο και ο Γαλιλαίος αντιμετώπισαν τις πυρές της Ιεράς Εξέτασης.
Ιδού λοιπόν το δίλημμα. Απομόνωση, κουκούλι, απολίτικη νιρβάνα, η συμμετοχή του δημιουργού στην κοινωνική διαπάλη, όχι ως πολιτικό ζώο αλλά ως δημιουργός που αποτυπώνει στα έργα του τις αγωνίες, τα διλήμματα, τις ελπίδες και τις ανατροπές του χυδαίου;
Οταν όμως ο δημιουργός το φέρει η ιστορική συγκυρία να δημιουργεί σε εποχές τυραννίδος, κατοχής, ανατροπών της ηθικής και δικαιικής τάξης τι κάνει; Σιωπά, αυτολογοκρίνεται ή συνεργάζεται, αν βέβαια συμφωνεί με την αταξία, ή φοβάται;
Ο Μπρεχτ, σ’ ένα έξοχο στον κυνισμό του κείμενο, στις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ», γράφει πως ένας πολίτης στη χιτλερική Γερμανία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σ’ έναν αξιωματικό των SS ένα δωμάτιο του σπιτιού του. Ο εισβολέας όταν μπήκε ρώτησε τον ιδιοκτήτη αν θα τον υπηρετεί. Ο πολίτης χωρίς να μιλήσει του έβγαλε τις μπότες, του ξεσκόνισε το αμπέχονο, του ζέστανε νερό για λουτρό, τον τάιζε εκλεκτούς μεζέδες, κι όταν ο ερίφης χόντρυνε και από το φαΐ πέθανε, ο νοικοκύρης τον έβαλε σ’ ένα τσουβάλι, τον πήγε στο ποτάμι, τον πέταξε και είπε δυνατά: «όχι»!
Στο Aπό μηχανής Θέατρο παίζεται σε έξοχη μετάφραση Αθανασίας Καραγιαννοπούλου (που είχε σκηνοθετήσει πριν από χρόνια το έργο στο Θέατρο Τέχνης) το πράγματι εξόχως ενδιαφέρον και ιδεολογικά έργο του Ρόναλντ Χάργουντ: «Προσωπική συμφωνία». Τα ερωτήματα που θέτει αυτό το κείμενο είναι βασανιστικά και οφείλει ο καθένας μέσα του να τα θέσει και ν’ απαντήσει.
Το έργο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και υπαρκτές γραπτές πηγές. Μετά την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ και το Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου της Νυρεμβέργης στήθηκαν δικαστήρια και διενεργήθηκαν ανακρίσεις και για όσους έχουν συνεργαστεί με το καθεστώς.
Ενας από τους μεγαλύτερους μαέστρους της ιστορίας της μουσικής, ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, διευθυντής της μεγαλύτερης και σπουδαιότερης ορχήστρας του κόσμου, της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, ανακρίνεται από έναν άμουσο αμερικανό στρατιωτικό με το αιτιολογικό ότι συνέχισε να ασκεί τα μουσικά του καθήκοντα με τη μεγάλη ορχήστρα κατά τη διάρκεια της χιτλερικής χολέρας και συχνά με ακροατές του τους ηγέτες του ναζισμού.
Εχω ξαναγράψει πως ο μέγας φιλόσοφος του ρομαντισμού Εγελος στη «Φιλοσοφία της ιστορίας» του στηριζόμενος στον μύθο της «Αντιγόνης» θεμελιώνει την άποψη πως Αντιγόνη και Κρέων αντιπαραθέτουν δύο Δίκαια, όχι ένα Δίκαιο και ένα Αδικο.
Ετσι λοιπόν ο αξιόλογος συγγραφέας του έργου που είδαμε (συγγραφέας και του «Αμπιγιέρ») αντιπαραθέτει δύο ανθρώπινες νοοτροπίες που η καθεμία έχει την ολοκληρωμένη λογική, ηθική και αισθητική της άποψη. Και ως εκ τούτου το έργο του Χάργουντ δεν είναι έργο με θέση, πράγμα που θα μπορούσε να διχάσει το κοινό ανάλογα με την πολιτική του φιλοσοφία. Είναι δραματικό κείμενο, άρα ασχολείται όχι με δογματικές λύσεις ή ιδεολογικές έριδες, αλλά με υπαρξιακά προβλήματα.
Ο Χάργουντ προσπαθεί και το κατορθώνει να διεισδύσει στα έγκατα της ψυχής και να φωτίσει, αν φωτίζεται, το σκοτάδι των επιθυμιών, των φιλοδοξιών, των απωθήσεων. Γράφει ρόλους, χαρακτήρες, όχι πολιτικά φερέφωνα ή μεγάφωνα. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς δίδαξε ρόλους, φώτισε αντιδράσεις, προσέγγισε συνειδήσεις και πέτυχε να μας συγκλονίσει με τα διλήμματα της ύπαρξης. Σκηνικά – κοστούμια (Αθανασιάδου – Σπερελάκη), μουσική (Κατσιβέλης), φωτισμοί (Αγιαννίτης) άψογα. Εξοχη η κίνηση που δίδαξε η Λιατσεβίρη. Ο Νικήτας Τσακίρογλου μάθημα λιτότητας, ουσίας μιμήσεως και άψογου ρυθμού του λόγου. Μεγάλη υποκριτική. Ο Χρ. Βαλαβανίδης άψογος, απλός και ουσιαστικά ανθρώπινος. Ο Μπουρδούμης συνεχίζει να μας εκπλήσσει. Ηθοποιός κύρους με έξοχους ρυθμούς και αξιόλογη κίνηση.
Η Αννα Ελεφάντη: αποκάλυψη. Δείτε πώς μια ηθοποιός μπορεί να φτάσει να υποδυθεί την ψυχική στέρνα… με θέρμη. Ισόρροπα μιμήθηκαν χαρακτήρες Μαρούσκα, Παναγιωτοπούλου και Γουρζουλίδης.
Κείμενο: Ρόναλντ Χάργουντ
Μετάφραση: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά – κοστούμια: Αγγελική Αθανασιάδου, Λήδα Σπερελάκη
Ερμηνείες: Νικήτας Τσακίρογλου, Χρήστος Βαλαβανίδης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Aννα Ελεφάντη, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Παναγιώτης Γουρζουλίδης, Κώστας Κουτρούλης, Δημήτρης Μπούρας
Πού: Από Μηχανής Θέατρο, Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, τηλ. 210-5232.097