Αυτός ο Βέρντι, με τον οποίο θα εγκαινίαζε η Εθνική Λυρική Σκηνή το 2019, δεν θα περιελάμβανε άρια και κορόνες για τον κεντρικό χαρακτήρα (Σιμόν Μποκανέγκρα). Θα βασιζόταν σε βαθύφωνους και βαρύτονους και θα είχε μόνο μία γυναικεία φωνή (η Τσέλια Κοστέα, φερόμενη ως Αμέλια Γκριμάλντι και ουσιαστικά Μαρία Μποκανέγκρα, έδειξε το περασμένο Σάββατο της πρεμιέρας το μέτρο των ικανοτήτων της).
Το μουσικό μέρος θα υποδήλωνε περισσότερο την απειλητική ατμόσφαιρα στο πολιτικό δράμα της Ιταλίας (η πόλη – κράτος της Γένοβας στις αρχές του 14ου αιώνα) και λιγότερο το ερωτικό δράμα, που έτσι κι αλλιώς υποβιβαζόταν από τον συνθέτη και τον λιμπρετίστα Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε σε δεύτερο επίπεδο.
Κι όμως, αυτός ο Βέρντι, ο «Σιμόν Μποκανέγκρα», σε σκηνοθεσία Ελάιτζα Μοσίνσκι (αναβίωση Ρόρι Φαζάν) και σε συνεργασία με τη Βασιλική Οπερα Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, έλαμψε μέσα στην κλασικότητά του. Το περασμένο Σάββατο, ακόμη και αν οι περισσότεροι θεατές προσήλθαν με προσδοκίες που αντιστοιχούν στο ανέβασμα μιας κλασικής παράστασης, αποχώρησαν με εντυπώσεις που ταυτίζονταν με έναν ήπιο μοντερνισμό. Και σ’ αυτό συνέβαλε η μουσική διεύθυνση της Ζώης Τσόκανου και των μουσικών οι οποίοι έδωσαν τον απαιτούμενο ρυθμό στην ομολογουμένως αργή εξέλιξη του έργου.
Ο «Σιμόν Μποκανέγκρα» κρύβει μέσα του την ιστορία δύο διαφορετικών έργων. Η όπερα ανέβηκε για πρώτη φορά στον Φοίνικα της Βενετίας το 1857 και το 1881 ο Βέρντι παρουσίασε την αναθεωρημένη εκδοχή της στη Σκάλα του Μιλάνου (για την ιστορία, στο ρεπερτόριο της Λυρικής εντάχθηκε το 1963, με τον Τζον Μοδινό στον κεντρικό ρόλο και σκηνοθεσία του Ρέμο ντέλα Πέργκολα).
Η υπόθεση αφορά την άνοδο στην εξουσία και τελικά τη δολοφονία του κουρσάρου Μποκανέγκρα, ενώ απευθύνει έκκληση για ενότητα μεταξύ των πληβείων και των πατρικίων της Γένοβας. Η παράλληλη ιστορία της χαμένης κόρης του δίνει αφορμή για την απεικόνιση επί σκηνής των πολιτικών παθών και συγκρούσεων που ενδιέφεραν τον Βέρντι. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, ως γνωστόν, απηχεί σε πολλά έργα του την ιδεολογία για την απελευθέρωση των ιταλικών κρατιδίων από τους Αυστριακούς και την ενοποίησή τους σε κυρίαρχη χώρα.
ΩΡΙΜΟΣ ΒΕΡΝΤΙ. Αυτό δεν σημαίνει ότι στον «Μποκανέγκρα» εξέλιπαν τα καλύτερα εργαλεία του μελοδράματος, όπως το ερωτικό πάθος, η εκδικητικότητα, το δηλητήριο, τα στιλέτα και τα ξίφη. Αλλά το μελόδραμα αυτό είναι το μελόδραμα ενός Βέρντι ώριμου, ο οποίος αποδίδει την τραγικότητα του ανθρώπου. Ο ήρωάς του θα περάσει από το πάθος και την αδιαλλαξία στην καταλλαγή, τη συγγνώμη και τη συμφιλίωση με τον προαιώνιο αντίπαλο (τον γενοβέζο ευγενή Γιάκοπο Φιέσκο), αφού πρώτα σταθεί στο κέντρο της σκηνής – κυριολεκτικά και μεταφορικά – προτρέποντας τους συμπολίτες του να φτάσουν στην ομόνοια. Σε μία από τις καλύτερες στιγμές, την οποία πρόσθεσε ο Βέρντι κατά την αναθεώρηση, ο Μποκανέγκρα διαβάζει στην αίθουσα του συμβουλίου το κάλεσμα του ιταλού ποιητή Πετράρχη να παύσουν οι εχθροπραξίες με τη Βενετία.
Για να αποδοθεί η τραγικότητα του κεντρικού χαρακτήρα ο Δημήτρης Πλατανιάς επιστράτευσε τη σκηνική του πείρα (κερδίζοντας σε όλα τα «κινηματογραφικά» στιγμιότυπα), ενώ την ίδια στιγμή ήλεγχε τις φωνητικές του δυνατότητες χωρίς εξάρσεις και ανέξοδα σόλο. Γεγονός που φάνηκε στην εντυπωσιακή υποδοχή του κοινού κατά την υπόκλιση. Ο μεξικανός τενόρος Ραμόν Βάργκας κέρδισε δικαίως το ελληνικό κοινό στον ρόλο του Γκαμπριέλε Αντόρνο (ο αγαπημένος της Μαρίας, αριστοκράτης, τον πατέρα του οποίου έχει σκοτώσει ο Μποκανέγκρα), ο Χριστόφορος Σταμπόγλης ως Φιέσκο προσήλθε με τη δοκιμασμένη πείρα του και ο Γιάννης Σελητσανιώτης ως ραδιούργος Πάολο έδωσε λύσεις στην υποκριτική επάρκεια που χρειάζεται ο ρόλος.
INFO: «Σιμόν Μποκανέγκρα» στην Εθνική Λυρική Σκηνή (Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Λεωφ. Ανδρέα Συγγρού 364, Καλλιθέα), στις 20, 22, 23, 25, 26, 27 Ιανουαρίου