Η αντιπλημμυρική θωράκιση των πόλεων πρέπει σύμφωνα με ειδικούς να στηριχθεί στην προστασία των ρεμάτων. Οπως λένε, εάν δεν αποκατασταθεί ο ζωτικός χώρος των ρεμάτων, όσες παρεμβάσεις κι αν γίνουν εκ των υστέρων δεν θα δώσουν οριστική λύση στα προβλήματα που προκαλούνται. Παράλληλα, η αύξηση το καλοκαίρι της θερμοκρασίας στις αστικές περιοχές αναβαθμίζει τον ρόλο των ρεμάτων που λειτουργούν και ως φυσικά κλιματιστικά.
Με την κλιματική αλλαγή να έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα μας οι μεταβολές στη συχνότητα αλλά και στην ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων θα είναι όλο και πιο συχνές. Νωπές είναι ακόμη οι μνήμες με τους νεκρούς και τις καταστροφές στη Μάνδρα Αττικής όπου πάνω σε μπαζωμένα ρέματα είναι χτισμένες ολόκληρες γειτονιές με συνέπεια – και εξαιτίας της άναρχης δόμησης – τα νερά να μη βρουν διέξοδο προς τη θάλασσα. Κατά τους ειδικούς, τα ανοιχτά ρέματα είναι οι πιο αξιόπιστες αντιπλημμυρικές διατάξεις, σε αντίθεση με το τσιμέντο και την άσφαλτο, που αποτελούν αδιαπέραστες επιφάνειες για τα νερά της βροχής.
ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. «Ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα πλημμυρικά φαινόμενα πρέπει να αλλάξει» υποστηρίζει ο αγρονόμος -τοπογράφος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) Δημήτρης Θεοδοσόπουλος (ερευνητική ομάδα Γεωθυμική/μέλος ΔΣ Συλλόγου «Ροή – Πολίτες Υπέρ των Ρεμάτων).
«Η κατασκευή τεχνικών υδραυλικών έργων με τον παλιό και ξεπερασμένο τρόπο υποβαθμίζει τον φυσικό ρόλο των ρεμάτων. Το πρόσφατο παράδειγμα του θαμμένου Ιλισού, με τις σημαντικές αστοχίες, αποτελεί έναυσμα προβληματισμού και μελέτης». Κατά τον Δημήτρη Θεοδοσόπουλο: ένα αντιπλημμυρικό έργο οφείλει να επιβραδύνει τη ροή του νερού εντός της κοίτης, να συγκρατήσει σημαντικές ποσότητες στα ανάντι και να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη πορεία του νερού στα κατάντι και τις εκβολές.
Για τον ρόλο και τη σημασία των ρεμάτων διοργανώνεται σήμερα επιστημονική εσπερίδα από την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Οπως επισημαίνει, ένας από τους ομιλητές της προαναφερόμενης εσπερίδας, ο ειδικός γραμματέας Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος/Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ Ιάκωβος Γκανούλης, «το μήνυμα που πρέπει να περάσουμε είναι πως όταν κλείνουμε ένα ρέμα δεν κλείνουμε μια στρώση νερού αλλά καταστρέφουμε ένα υπόστρωμα ζωής». Από την πλευρά του, ο ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) Γιάννης Πολύζος στέκεται ιδιαίτερα στον σχεδιασμό ενός Ολοκληρωμένου Δικτύου Πράσινων και Μπλε Διαδρόμων στην Μητροπολιτική Αθήνα που θα συνδέει τους ήδη υπάρχοντες μικρούς και μεγάλους χώρους με τα ρέματα με στόχο – και – τη βελτίωση του μικροκλίματος.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ. Οπως εξηγεί ο Δημήτρης Θεοδοσόπουλος, σε πολλές πόλεις, όπως στο Λος Αντζελες, στη Σεούλ, στην Ααρχους κ.ά., εφαρμόζονται ήδη λύσεις που αντίκεινται στη λογική της τσιμεντοποίησης – εγκιβωτισμού και προωθούν την αποκάλυψη των κλειστών ρεμάτων και ενισχύουν την επαναφορά ρεμάτων/ποταμών στη φυσική τους μορφή. Πλέον, σύμφωνα με τους ειδικούς, το κλείσιμο των ρεμάτων ευθύνεται για τις πλημμύρες των περιοχών που γειτνιάζουν με αυτά. Πριν από χρόνια – προτού εντατικοποιηθεί η τσιμεντοποίηση – το 80% της βροχής το απορροφούσε το χώμα και μόλις το 20% κατέληγε στη θάλασσα.
Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει αλλάξει σημαντικά. Σύμφωνα με τον Γιάννη Πολύζο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι δομημένες επιφάνειες της Αθήνας κάλυπταν περίπου το 25% της έκτασης του Λεκανοπεδίου. Μετά το 1975 καλύφθηκε από δομημένες επιφάνειες και δρόμους-δίκτυα, ενώ οι ελεύθεροι χώροι αποτελούν μόλις το 4%. Στην Αττική εκτιμάται ότι ρέματα μήκους 550 χλμ. είναι είτε μπαζωμένα είτε καταπατημένα.