Για λόγους που φαντάζουν αυτονόητοι, η κυβέρνηση μετέθεσε τον άξονα της πολιτικής της από την οικονομία σε άλλα θέματα, μεταξύ των οποίων είναι και η Συμφωνία των Πρεσπών. Το αποτέλεσμα; Μέσα στις επόμενες τριάντα ημέρες και ενώ οι θεσμοί είναι εδώ για την αξιολόγηση, θα πρέπει να έχουν ικανοποιηθεί ούτε ένα ούτε δύο, αλλά δεκαέξι ολόκληρα προαπαιτούμενα. Πιστεύει αλήθεια κανείς πως ό,τι δεν έγινε σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που χάθηκε, θα γίνει μέσα σε έναν μήνα;
Το ερώτημα είναι ρητορικό. Αλλά καταδεικνύει ένα θεμελιώδες σφάλμα της κυβέρνησης – μιας κυβέρνησης που φαίνεται να πείστηκε και η ίδια από το ψευδεπίγραφο αφήγημά της ότι μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου η οικονομία μπήκε σε μια τροχιά κανονικότητας, από την οποία τίποτε και κανείς δεν μπορεί να τη βγάλει.
Είναι κι αυτός ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση άφησε την οικονομία στην τύχη της. Ούτως ή άλλως αυτή η κυβέρνηση δεν διακρίθηκε ποτέ για τον μεταρρυθμιστικό της οίστρο. Στην περίπτωσή της, επομένως, δεν μιλάμε για μεταρρυθμιστική κόπωση, αλλά για μια ταχύτατη επιστροφή σε έξεις και πρακτικές που οδήγησαν την οικονομία της χώρας σε εκτροχιασμό.
Η οικονομία δεν είναι μια ακαδημαϊκή έννοια. Από την πορεία της οικονομίας εξαρτώνται η ανεργία και η απασχόληση, δηλαδή η ικανότητα μιας χώρας να μη χάνει θέσεις εργασίας και παράλληλα να δημιουργεί και νέες. Μπορεί λοιπόν οι ψευδαισθήσεις και οι αυταπάτες να επιτρέπουν την επανάπαυση. Η σκληρή πραγματικότητα όμως όχι.