Η Συμφωνία των Πρεσπών ορθώς έχει χαρακτηριστεί ως μοντέλο επίλυσης διεθνών διαφορών. Από τη μία, με την ολοκλήρωση της συμφωνίας η Ελλάδα δεν θα έχει πλέον ανοικτές πληγές στα Βαλκάνια και καθιερώνεται ως ο σημαντικότερος σύμμαχος της διεθνούς κοινότητας στην περιοχή. Από την άλλη, από τη διαπραγμάτευση βγαίνει ξεκάθαρα το μήνυμα ότι η μεγάλη χώρα, δηλαδή η Ελλάδα, συμπεριφέρεται ως ισότιμη προς τη μικρότερη. Δεν προσπαθεί να την εξευτελίσει ή να την περιθωριοποιήσει. Σε αντίθεση με το παρελθόν, προβάλλει προς τα έξω έναν δημιουργικό μηχανισμό επίλυσης διαφορών που αντί να αναπαράγει προβλήματα στην ελληνική επιχειρηματολογία δημιουργεί θετικά προηγούμενα ειδικά στο Κυπριακό.

Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα είναι πιο ενδυναμωμένη, σε οποιοδήποτε μελλοντικό επεισόδιο στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις των τελευταίων 200 χρονών μάς δείχνει ξεκάθαρα ότι οι συμμαχίες με τις δυτικές δυνάμεις αποτελούσαν την καλύτερη αποτρεπτική δύναμη σε περιόδους κρίσεων. Αυτό γιατί η Τουρκία θα χρειάζεται να είναι αρκούντως επιφυλακτική αφού τα ίδια τα ένστικτα αυτοσυντήρησής της δεν της επιτρέπουν να συγκρουστεί με τον δυτικό κόσμο και να υποστεί τεράστιες συνέπειες όπως τις αντιλαμβάνεται η ίδια (σύνδρομο των Σεβρών).

Ως Ελληνοκύπριοι αντιλαμβανόμαστε γιατί σε κάποιον βαθμό ένας Ελληνας ειδικά Μακεδόνας μπορεί να αισθάνεται ότι έγινε ένας δύσκολος συμβιβασμός ή να κατακρίνει με πάθος τη συμφωνία. Θα μπορούσε σίγουρα η Συμφωνία των Πρεσπών να πάρει άλλη μορφή και ίσως αυτό να είναι ακόμη πιθανό μετά την επικύρωσή της κι αφού επικρατήσει η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο λαών. Οι αντιδράσεις όμως φαίνεται να δείχνουν όχι μόνο μονομερή γνώση της πολυσύνθετης Ιστορίας των Βαλκανίων, αλλά επίσης βασικών κανόνων των διεθνών σχέσεων. Δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό ότι χωρίς τη συμφωνία ο όρος Μακεδονία θα μονοπωλείται πλέον από τους γείτονες. Οπως και στην περίπτωση του Κυπριακού η μη συμφωνία θα στερήσει ιστορικά δικαιώματα από τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας όπως αυτό φαίνεται από τις μέχρι τώρα μαζικές διεθνείς αναγνωρίσεις της χώρας ως Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Σε τελική ανάλυση, η Συμφωνία των Πρεσπών σπάζει ένα άλλο σύνδρομο το οποίο ξεκίνησε από την αποτυχία της Ζυρίχης στην Κύπρο και κυριαρχεί τα τελευταία 70 χρόνια στην περιοχή μας. Η Ζυρίχη οδήγησε ηγέτες σε θέσεις ευθύνης στο να είναι αντιπαραγωγικά επιφυλακτικοί όσον αφορά τη στάση τους σε ειρηνευτικές διαδικασίες. Μετά το 1960 τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία δεν προχώρησαν σε οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία. Σε μια χαρακτηριστική στιγμή ευθυνοφοβίας το 1991, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε δηλώσει «Εμένα πάντως δεν θα μου φορτώσει κανείς καμία Ζυρίχη». Η Συμφωνία των Πρεσπών ξεπερνά ιστορικές φοβίες δεκαετιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε άλλες περιοχές του πλανήτη γίνεται τεράστια πρόοδος στα θέματα επίλυσης διαφορών. Η Λατινική Αμερική έχει τερματίσει σχεδόν όλες τις συγκρούσεις ενώ το ίδιο συμβαίνει και στην Ασία, όπου γίνεται προσπάθεια να βρεθούν λύσεις σε ελάχιστα πλέον ανεπίλυτα θέματα (π.χ. Κορέα). Συνεπώς το ζητούμενο προς όφελος και του Κυπριακού είναι να ταυτιστεί η Ελλάδα με τις διεθνείς τάσεις επίλυσης διαφορών διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα δικά της και τα ιστορικά δικαιώματα των Ελλήνων της Μακεδονίας.

O Νεόφυτος Λοϊζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεντ