Μπορεί να διοργανώσει ένα κόμμα την καλύτερη συζήτηση τα τελευταία πολλά χρόνια για το Μακεδονικό και παρ’ όλα αυτά να πάψει να είναι κόμμα; Το Ποτάμι απέδειξε πως γίνεται. Και το απέδειξε κυρίως στα άλλα κόμματα του Κέντρου που δέχονται τον ίδιο όγκο πίεσης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εδειξε ποια είναι εκείνη η κόκκινη γραμμή που αν την περάσει ένα κόμμα δεν θυμίζει πια κόμμα αλλά ινστιτούτο εξωτερικής πολιτικής. Εδειξε επίσης ότι μια διεθνής συμφωνία παράγει για το ίδιο το κόμμα πολιτικά αποτελέσματα, ακόμη κι αν το κόμμα έχει όλη την καλή πρόθεση να την απαλλάξει από τις πολιτικές της σημάνσεις και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο περιεχόμενό της.
Είναι ένας κίνδυνος με τον οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο το Κίνημα Αλλαγής της Φώφης Γεννηματά. Το «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών προκάλεσε την απώλεια του Θεοχαρόπουλου. Τι θα είχε προκαλέσει όμως ένα «ναι» σε μια συμφωνία που δεν έλυνε μόνο ένα διμερές πρόβλημα με την ΠΓΔΜ αλλά απέκτησε πολιτικά στάτους ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση; Πόσες απώλειες θα μετρούσε τώρα το ΚΙΝΑΛ, πόσες διαφορετικές απόψεις θα μπορούσε να αντέξει στο εσωτερικό του, πόσους κραδασμούς; Το Ποτάμι δεν έθεσε μόνο το ερώτημα στον εαυτό του. Τόλμησε και να απαντήσει μέχρι τελικής πτώσεως. Και πολύ πριν του έλθει ο λογαριασμός της τόλμης του στην κάλπη, κατέβαλλε το τίμημα στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα.
Το Ποτάμι επέλεξε ένα ευγενές τέλος. Η ΔΗΜΑΡ, δηλαδή ο Θεοχαρόπουλος, κράτησε την έδρα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και ενδεχομένως να αναζητήσει μια νέα έδρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Τι μένει; Ενα ΚΙΝΑΛ που δεν έχει πια λόγο να λέγεται ΚΙΝΑΛ. Ενα ΚΙΝΑΛ που, αντίθετα, έχει κάθε λόγο να επιστρέψει στις ρίζες του για να διαφυλάξει ό,τι μπορεί από την απόπειρα εισβολής του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα ΚΙΝΑΛ, δηλαδή, που έχει κάθε λόγο να ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ. Οχι μόνο ταυτοτικά, αλλά αλλάζοντας και το όνομα στη μαρκίζα. Δεν προβλέπει αυτήν την αλλαγή ονόματος η Συμφωνία των Πρεσπών. Πολιτικά όμως την επιβάλλει.