Από τη φύση τους οι επιφυλλίδες καταπιάνονται με θέματα της επικαιρότητας, από την πιο ευγενική ώς την πιο πεζοδρομιακή, και πρόθεσή τους παραμένει πάντα να αποκαλύψουν την ευρύτερη πολιτική, κοινωνική και ηθική διάσταση ακόμα και ενός φαινομενικά αμελητέου συμβάντος. Επομένως όσο σημαντική υπόθεση και αν είναι το θέατρο ή το βιβλίο, δεν έχουν θέση στον χώρο τους, εκτός και αν μια παράσταση ή ένα γραπτό προκαλούν μερικές γενικότερες σκέψεις που να αφορούν το σύνολο των ανθρώπων και όχι μόνο τους θεατρόφιλους ή τους βιβλιόφιλους. Οπως ακριβώς συμβαίνει με το βιβλίο του σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαΐδη «4 συναντήσεις», στην ουσία κάθε άλλο παρά απλές συναντήσεις αλλά πορτρέτα του Γιάννη Τσαρούχη, του Μάνου Χατζιδάκι, της Μαίρης Αρώνη και του σκηνογράφου Νίκου Γεωργιάδη – αν ο τελευταίος δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα είναι γιατί δούλεψε σχεδόν σε όλη του τη ζωή στην Αγγλία.
Ποιος ο λόγος να γίνει ιδιαίτερη μνεία ενός βιβλίου, όταν μάλιστα για τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Μάνο Χατζιδάκι αφθονούν ακόμα και οι προσωπικές τους μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο τους, ενώ για τη Μαίρη Αρώνη και τον Νίκο Γεωργιάδη ένα πλήθος ντοκουμέντων είναι στη διάθεση οποιουδήποτε θα ενδιαφερόταν για τις δύο αυτές σπουδαίες μορφές της καλλιτεχνικής ζωής; Εχοντας ζήσει, συναναστραφεί και συνεργαστεί μαζί τους – και με τις τέσσερις εννοείται – ο Βασίλης Νικολαΐδης μάς τους φέρνει κοντά μας με έναν τρόπο που τους κάνει ερωτεύσιμους και σχεδόν μυθικούς, όχι γιατί αναλύει την τέχνη τους ή αποκρυπτογραφεί τους κώδικες της δημιουργίας τους, αλλά κυρίως μιλώντας για την καθημερινότητά τους, για το πώς συμπεριφέρονταν ως άνθρωποι στον ιδιωτικό τους χώρο.
Οσο πιστά και αν είναι τα πορτρέτα του Βασίλη Νικολαΐδη για τους τέσσερις αυτούς δημιουργούς, θα ήταν αδύνατον να τους γνωρίσουμε με την πληρότητα που γίνεται τώρα, αν ενώ σχεδιάζονταν τα πορτρέτα αυτά ο ίδιος ο Νικολαΐδης δεν πίστευε πως τελικά το σημαντικότερο κομμάτι μιας συναναστροφής ή μιας συνεργασίας είναι κάτι που παραμένει αποκλειστικά προσωπική περιουσία του ανθρώπου που τις έζησε. Σαν αύρα διαχέεται και στα τέσσερα πορτρέτα η βεβαιότητα αυτή ώστε να αισθάνεσαι πραγματικά ως αλησμόνητες εικόνες όπως του Τσαρούχη να προσέρχεται στη Σορβόννη να μιλήσει για τις βυζαντινές ενδυμασίες με σκούρο κοστούμι, του Χατζιδάκι να ψάχνει ένα ολόκληρο απόγευμα για να βρει τη μουσική που είχε γράψει το ’47 για την παράσταση της «Αντιγόνης» του Θεάτρου Τέχνης με την Ελλη Λαμπέτη και να μην τη βρίσκει ποτέ («ήταν ειδικός στο να χάνει πράγματα» σημειώνει ο Νικολαΐδης), της Αρώνη να αναθαρρεί σε κάθε πετάρισμα των βλεφάρων του αγαπημένου της ανιψιού Λέανδρου που είχε τραυματιστεί σοβαρά σε αυτοκινητικό ατύχημα ή του Γεωργιάδη να μη δέχεται, μετά τον μεγάλο σεισμό στις 7 Σεπτεμβρίου του ’99, να εγκαταλείψει το Μέγαρο Μουσικής γιατί δεν είχε προλάβει να πάρει το ντοσιέ με τα σχέδιά του.
Εικόνες πραγματικά αλησμόνητες, με τα κείμενα όμως που τις περιλαμβάνουν να μην τα διακρίνει κανενός είδους θλίψη ή οιμωγή αν συμβεί κανείς να μην τις ξαναθυμηθεί και να είναι σαν να μην υπήρξαν.