Είπε πολλά η Φώφη Γεννηματά στον Σκάι. Ανάμεσα σε αυτά κατήγγειλε απόπειρα σύνθλιψης του Κινήματος Αλλαγής από τον Αλέξη Τσίπρα αλλά και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σύμφωνα με το σκεπτικό της ο μεν Πρωθυπουργός επιθυμεί να φορέσει το ζιβάγκο του κεντροαριστερού προκειμένου να βουτήξει στη δεξαμενή των ψηφοφόρων της, ο δε γαλάζιος αρχηγός επιθυμεί να μειώσει τα ποσοστά της ώστε να πετύχει αυτοδυναμία στην επόμενη Βουλή. Οι πόθοι τους δεν είναι άγνωστοί στην πολιτική αγορά. Οι ψηφοφόροι αυτού που στις παλιές εποχές του πασοκικού μεγαλείου αποκαλούσαμε μεσαίος χώρος ιεραρχούνται ως κρίσιμοι στόχοι αμφοτέρων των εκπροσώπων του δικομματισμού. Στη συριζαϊκή ανάλυση πρόκειται βασικά για ανθρώπους «με έντονα αντιδεξιά χαρακτηριστικά», επομένως με ρητορική «προοδευτικού μετώπου» πιστεύουν πως θα τους κερδίσουν. Στη νεοδημοκρατική, πάλι, η εν λόγω εκλογική βάση δεν είναι «μονοθεματική». Εννοούν ότι περιλαμβάνει κεντρώους. Περιλαμβάνει, όμως, και πολύ «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ». Ψηφοφόρους, δηλαδή, που βάζουν το Μακεδονικό τόσο ψηλά στην ατζέντα τους όσο οι πούροι δεξιοί.
Κατεύθυνση
Κι οι δύο προσεγγίσεις έχουν μια δόση αλήθειας. Η μία, άλλωστε, δεν ακυρώνει απαραίτητα την άλλη. Οπότε προκύπτει ένα ερώτημα, αυτό της κατεύθυνσης προς την οποία θα επιλέξουν να πάνε τελικά οι ψηφοφόροι που φεύγουν από την Κεντροαριστερά. Δημοσκόποι υποστηρίζουν ότι προς το παρόν μετακινούνται και προς τα δύο μεγάλα κόμματα. Η εμπειρία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες – όπου τα αδελφά σοσιαλιστικά κόμματα έζησαν το δικό τους pasokification – τι δείχνει; Από το 2017 – που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως annus horribilis της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας – μέχρι και το 2018 τα σοσιαλιστικά κόμματα σε Τσεχία, Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία βρέθηκαν εκτός εξουσίας. Σύμφωνα με μια έρευνα της βρετανικής «Guardian», στη Γαλλία, για παράδειγμα, επωφελήθηκαν από την ελεύθερη πτώση των σοσιαλιστών κεντρώες δυνάμεις και αριστερές. Στη Γερμανία τα άκρα, δεξιά και αριστερά. Στην Ολλανδία όλες οι πλευρές του φάσματος, κυρίως όμως τα πιο μικρά κόμματα. Ως φαίνεται, λοιπόν, δεν υπάρχει μοτίβο. Μέχρι το βράδυ των εκλογών, άρα, οι δύο μεγάλοι δικαιούνται να προσδοκούν ό,τι θέλουν.