Να ξεφύγει από τον κλοιό της Συμφωνίας των Πρεσπών θα επιχειρήσει η κυβέρνηση από την ερχόμενη εβδομάδα βάζοντας στον προεκλογικό χορό της παροχολογίας και τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό.
Με το βλέμμα στις κάλπες, την ερχόμενη εβδομάδα το υπουργείο Εργασίας αναμένεται να υπογράψει την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, όπως ενημέρωσε χθες τους εκπροσώπους των δανειστών η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου. Σύμφωνα με πληροφορίες, το κλιμάκιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επεσήμανε ότι η όποια αύξηση πρέπει να είναι ιδιαίτερα λελογισμένη, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις προειδοποιήσεις του περασμένου Νοεμβρίου, στην πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση των θεσμών, όταν είχε ζητήσει να διαφυλαχτούν η ανταγωνιστικότητα και η καθοδική πορεία της ανεργίας. Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν οικονομικά και νομικά επιχειρήματα για την επίδραση που θα έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού στα βασικά οικονομικά μεγέθη, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα.
Τα σενάρια που εξετάζει η κυβέρνηση είναι δύο: το πρώτο προβλέπει «ταβάνι» για την αύξηση το 8% (+49 ευρώ), ενώ με το δεύτερο προβλέπει αύξηση 10% (+59 ευρώ). Ο νέος κατώτατος μισθός θα ισχύσει από 1/2/2019 χωρίς ηλικιακή διάκριση, αφού θα καταργηθεί ο υποκατώτατος μισθός (510 ευρώ) για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Κατά τη χθεσινή συνάντηση, η υπουργός Εργασίας ενημέρωσε τους εκπροσώπους των θεσμών για το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαβούλευσης. Τους ενημέρωσε, επίσης, ότι η τελική απόφαση για το ακριβές επίπεδο της αύξησης θα ληφθεί την ερχόμενη εβδομάδα, οπότε θα υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση από την ίδια. Οπως σημείωναν μάλιστα πηγές από το υπουργείο Εργασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επανέλαβε ότι είναι σύμφωνη με την αύξηση του κατώτατου μισθού, σημειώνοντας ότι αυτή θα πρέπει να είναι προσεκτική.
Πάντως στην τελευταία έκθεσή της η Κομισιόν προέβαλε ενστάσεις: πρώτον, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου εκτιμώντας ότι η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους έως 24 ετών θα προκαλέσει αύξηση της ανεργίας των νέων σ’ ένα έτος έως και 14,7%. Δεύτερον, τονίζει ότι το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη μέση παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και για τις κλαδικές αυξήσεις ζητά ακόμη και να θεσπιστούν ρήτρες εξαίρεσης έπειτα από συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Οι ρήτρες εξαίρεσης ή προσωρινές παρεκκλίσεις συνίσταται να ισχύσουν στις επιχειρήσεις που δεν έχουν ξεπεράσει τα προβλήματα της κρίσης. Τρίτον, επισημαίνει ότι μετά τη φετινή επιτάχυνση της διαδικασίας, οι ελληνικές Αρχές θα πρέπει να προχωρήσουν στις επόμενες ετήσιες αναθεωρήσεις του κατώτατου μισθού από το 2020.
Τονίζεται ότι η επιτροπή εμπειρογνωμόνων πρότεινε στο πόρισμά της – το οποίο δεν είναι δεσμευτικό – το εύρος της αύξησης να κυμαίνεται από 5% έως 10%, αισιοδοξώντας ότι δεν θα διαψευστούν οι θετικές προβλέψεις για την οικονομία. Σήμερα ο κατώτατος μισθός των 586 ευρώ κοστίζει στην επιχείρηση / εργοδότη 855 ευρώ μηνιαίως, ενώ ο εργαζόμενος τελικά λαμβάνει καθαρά μόνο 574,4 ευρώ, με τα υπόλοιπα (32,8%) του συνολικού κόστους να καταλήγουν στα ασφαλιστικά ταμεία. Ο μισθωτός (άγαμος άνω των 25 ετών) δεν έχει φορολογικές υποχρεώσεις τουλάχιστον μέχρι το 2020 που αναμένεται να αυξηθεί το αφορολόγητο όριο. Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% (645 ευρώ μεικτά) θα σημαίνει συνολικό κόστος για την επιχείρηση / εργοδότη 940,7 ευρώ μηνιαίως, ενώ η καθαρή αμοιβή για τον εργαζόμενο θα διαμορφωθεί στα 631,2 ευρώ. Καθαρή αύξηση 57,4 ευρώ.
Ανάλογα με το ποσοστό αύξησης στον κατώτατο μισθό, θα αυξηθούν οι αποδοχές για τη μερική απασχόληση, οι τριετίες, το επίδομα ανεργίας, η παροχή μητρότητας και τα άλλα επιδόματα που καταβάλλει ο ΟΑΕΔ. Ακόμη, από το ποσοστό της αύξησης θα επηρεαστεί και η επικουρική σύνταξη, η οποία συναρτάται από το ύψος των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων.