Οταν άκουσα για την υπουργοποίηση της κυρίας Αχτσιόγλου, της κυρίας Νοτόπουλου, την υποψηφιότητα της δεύτερης για τον Δήμο της Θεσσαλονίκης ή, αντίστοιχα, του Νάσου Ηλιόπουλου για τον Δήμο της Αθήνας, αυτό που κάθε φορά με ενοχλούσε περισσότερο δεν ήταν ότι νέοι άνθρωποι με σχεδόν μηδενικές επαγγελματικές εμπειρίες και με μοναδικό εφόδιο την κομματική στράτευση, τον χειρισμό της ντουντούκας ή, το πολύ, κάποιον οικογενειακό καβγά αναλάμβαναν τόσο κρίσιμες θέσεις. Στο κάτω κάτω ο καθένας ανάλογα με τα προσόντα, την προσπάθεια και την επάρκειά του λάμπει, καίγεται ή αυταναφλέγεται. Αυτό όμως που με στενοχωρούσε και εκτιμούσα ως παρακμιακό για το μέλλον μιας χώρας είναι ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για τις νέες γενιές. Να σκεφτεί, ας πούμε, ένας 18άρης ότι ποιος ο λόγος να σπουδάσει, να προσπαθήσει, να εξελιχθεί; Αρκεί η ένταξη στον κομματικό σωλήνα, η καλή στρατηγική και οι σωστές διασυνδέσεις και τσουπ! να σου υπουργός ή δήμαρχος στα 30 του. Σε ένα περιβάλλον μάλιστα όπου, τα τελευταία χρόνια, έχει στοχοποιηθεί και δαιμονοποιηθεί η αριστεία.
Ευτυχώς όμως, μέσα σε αυτά τα ίδια χρόνια, γνωρίσαμε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, θαυμάσαμε τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη, παρακολουθήσαμε την πορεία προς τον θρίαμβο του Γιώργου Λάνθιμου, πανηγυρίσαμε, εσχάτως, με το κατόρθωμα του Στέφανου Τσιτσιπά. Τέσσερις Greek Freaks που επένδυσαν τις φιλοδοξίες τους με σκληρή προσπάθεια, μελέτη, αγώνα, αφοσίωση. Μόνοι τους και από το πουθενά. Χωρίς τις «πλάτες» κάποιου συστήματος. Μόνο με τη σιγουριά τού ότι πριν κάνουν το επόμενο βήμα, το πόδι τους πατούσε γερά στο προηγούμενο. Το δικό τους πόδι. Οχι το πήλινο κάποιας εξουσίας. Αυτή είναι η διαφορά της ουσιαστικής πορείας, ακόμη και όταν δεν είναι ορατή, από την ευκαιριακή εκτόξευση.
Αν ο Γιάννης έλεγε – όταν πουλούσε CD στους δρόμους της Αθήνας και φορούσε εναλλάξ με τον αδελφό του Θανάση το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια μπάσκετ που είχαν – ότι θα γινόταν σταρ του ΝΒΑ, θα τον έλεγαν τρελό. Αν ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης, όταν το 1999 τελείωνε το Βαρβάκειο και ετοιμαζόταν για εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, έλεγε ότι μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια θα ήταν καθηγητής στο ΜΙΤ, θα είχε λύσει τον γρίφο του Νας και θα του είχε απονεμηθεί από τη διεθνή ένωση μαθηματικών το βραβείο Νεβάνλινα που δίνεται κάθε τέσσερα χρόνια, τρελό θα τον έλεγαν. Τρελό θα έλεγαν και τον Γιώργο Λάνθιμο αν πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν πάλευε με τα διαφημιστικά σποτάκια του, όπως το περίφημο «Πουτ δε κοτ ντάουν σλόουλι», ισχυριζόταν ότι στα 45 του η ταινία του θα ήταν υποψήφια για δέκα Οσκαρ. Οσο για τον Στέφανο Τσιτσιπά, το είπε ο ίδιος μετά τη νίκη του επί του Μπαουτίστα: «Ζω αυτό για το οποίο δουλεύω πολύ σκληρά. Είναι συναισθηματική στιγμή, αλλά ξέρω πως έχω δουλέψει πολύ σκληρά για να φτάσω έως εδώ. Με ρώτησαν ποιοι είναι οι στόχοι σου και τους είπα ένα Γκραν Σλαμ. Με θεώρησαν τρελό, αλλά είναι πραγματικότητα».
Τέσσερις σπουδαίοι «τρελοί» κόντρα σε μια γενιά που, σε πολλές περιπτώσεις, κλαίγεται για χαμένες ευκαιρίες, πίσω από κλειστές πόρτες που περιμένει να ανοίξουν από μόνες τους ή με δανεικά και κομματικά κλειδιά. Τέσσερις «τρελοί» που στην αρένα του Διαδικτύου στοχοποιήθηκαν από τη μιζέρια του «μικρού» που νομίζει ότι βρίζοντας τον «μεγάλο» ο «μεγάλος» θα μικρύνει και, έτσι, ο ίδιος θα φαίνεται μεγαλύτερος. «Γιατί τυλίγεται με την ελληνική σημαία ο Αντετοκούνμπο;». «Και ποιος είναι ο Δασκαλάκης;». «Σιγά τις ταινίες του Λάνθιμου. Ας έμενε στις διαφημίσεις». «Ελα, μωρέ, με τον Τσιτσιπά που ποστάρει αρχαία ρητά». Και ένα υψωμένο δάχτυλο, έτοιμο να νουθετήσει όποιον τολμήσει να νιώσει εθνικά υπερήφανος γι’ αυτά τα παιδιά. Ζούμε μια εποχή όπου, όπως έγραψε και ο Δημήτρης Λιγνάδης, οι λέξεις «πατρίδα» και «ιστορία» θεωρούνται ξεπερασμένες και ανασταλτικές της εξέλιξης. Ή, ακόμη χειρότερα, λούμπεν και γραφικές. Οπως μου το είπε εξάλλου νεαρή δικηγόρος όταν την παρέπεμψα στον Θουκυδίδη. «Οχι, δεν πρόκειται να διαβάσω Θουκυδίδη. Δεν είμαι ιστορικός».
Αυτοί οι υπέροχοι Ελληνες μεγαλουργούν στον αθλητισμό, στην τέχνη και στην επιστήμη. Αθλητισμός, τέχνη και επιστήμη, έστω και με τη μορφή της φιλοσοφίας, ήταν οι τρεις άξονες πάνω στους οποίους στηριζόταν η αρχαία κλασική ελληνική παιδεία. Η οποία δεν θεωρούνταν πλήρης αν έλειπε ένα από αυτά. Εστω λοιπόν και αν δεν μπορούμε να είμαστε περήφανοι για κάτι που δεν είναι δικός μας άθλος, δικαιούμαστε να είμαστε αισιόδοξοι γι’ αυτούς τους τέσσερις. Και να τους φανταζόμαστε σαν τέσσερις σωματοφύλακες (και οι περίφημοι τρεις του Δουμά τέσσερις ήταν εξάλλου), σαν τέσσερις φρουρούς που φυλάνε τους πυλώνες κάποιου κατασπιλωμένου και παραχαραγμένου ζωτικού ιδεώδους. Θυμάμαι στον τελικό του Πανευρωπαϊκού Κυπέλλου το 2004 – και ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων – τον έλληνα εκφωνητή να φωνάζει μέσα στο Ντα Λουζ ότι αυτό είναι το καλοκαίρι της Ελλάδας. Τώρα, μέσα σε έναν μακρύ ελληνικό χειμώνα, ο Γιάννης, ο Κωνσταντίνος, ο Γιώργος και ο Στέφανος μας φέρνουν μια απρόσμενη ελληνική άνοιξη που τόσο την έχουμε ανάγκη. Και γι’ αυτό, μόνο να τους ευχαριστήσουμε μπορούμε.