Τα δημοψηφίσματα είναι σαν τις μολότοφ. Δεν έχουν τίποτε κακό, είχε πει ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή, αρκεί να μην είσαι από την πλευρά εκείνου που τις τρώει στο κεφάλι. Ούτε τα δημοψηφίσματα έχουν – αρκεί να είσαι από την πλευρά εκείνων που δεν υφίστανται το αποτέλεσμά τους.
Είναι κάτι που υπενθύμισε ο Χριστόφορος Βερναρδάκης δηλώνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λειτουργήσει ως ένα είδος φωτισμένου ηγεμόνα. Το υπενθύμισε και ο Γιώργος Κατρούγκαλος, για τον οποίο το δημοψήφισμα ως αμεσοδημοκρατική άσκηση καθαγιάζεται υπό την προϋπόθεση να μη διχάζει τον λαό – δηλαδή δεν καθαγιάζεται ποτέ. Οι δηλώσεις των δύο υπουργών έγιναν με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και το αίτημα εκείνων που, ξέροντας ότι είναι από τη σωστή για τους ίδιους πλευρά του αποτελέσματος, ζητούν την κρίση της λαϊκής ετυμηγορίας.
Το θέμα δεν είναι ασφαλώς εάν πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για τη Συμφωνία – απαντήθηκε με τον πλέον εμφατικό τρόπο από την Ιστορία στην περίπτωση της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ. Το θέμα είναι ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό που για τον ίδιο ήταν έως πρόσφατα το άγιο δισκοπότηρο της άμεσης δημοκρατίας. Είναι η σχέση έτσι όπως δεν την επαναπροσδιόρισε μόνο ο πεφωτισμένος Βερναρδάκης και ο συμφιλιωτικός Κατρούγκαλος, αλλά και το δημοψήφισμα του 2015.
Εντάξει, το μείζον πολιτικά εκείνου του δημοψηφίσματος ήταν η ακύρωση με τη μετατροπή του «όχι» σε «ναι». Αλλά εκείνο το δημοψήφισμα είχε ακυρωθεί ήδη θεσμικά. Και αν θεσμική ακύρωση πέρασε σε δεύτερη πολιτική μοίρα, αυτό δεν σημαίνει πως έχει μικρότερο ιστορικό βάρος. Αυτό, πάλι, το υπενθύμισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη συζήτηση που έγινε στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τους κανόνες που πρέπει να διέπουν τη διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων στις χώρες – μέλη. Ο Βενιζέλος αναφέρθηκε στις «κραυγαλέες παραβιάσεις» κατά την προκήρυξη εκείνου του δημοψηφίσματος. Και για τις οποίες, τέσσερα χρόνια μετά, καταλαβαίνει κανείς ότι εκτός από μια κάποια αντίληψη για τη δημοκρατία ήταν και η αρχή του συριζαϊκού ηγεμονισμού.