Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, με το οποίο διαφωνεί η μεγάλη πλειονότητα των ελλήνων πολιτών, η κυβέρνηση βαρύνεται με δύο τεράστια σφάλματα. Το ένα είναι απόρροια του άλλου: Η κυβέρνηση άρχισε να διαπραγματεύεται χωρίς να έχει συνεννοηθεί προηγουμένως με τις πολιτικές δυνάμεις, χωρίς δηλαδή να ενδιαφερθεί για την εξασφάλιση ενός μίνιμουμ συναίνεσης. Το συνακόλουθο λάθος ήταν ότι χρησιμοποίησε τη Συμφωνία για να διασπάσει την αντιπολίτευση. Χρησιμοποίησε δηλαδή ένα εθνικό θέμα για κομματικούς σκοπούς.
Αυτά όμως είναι γεγονότα που ανήκουν στο παρελθόν πλέον – θα κριθούν από τους πολίτες οσονούπω και από την Ιστορία σε βάθος χρόνου. Επισκιάζονται, σε κάθε περίπτωση, από το ένα μείζον γεγονός που δεν είναι μόνο η αναγνώριση της ΠΓΔΜ από τη χώρα μας ως Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και η αναγνώριση πως η χώρα αυτή κατοικείται από μακεδόνες και όχι βορειομακεδόνες πολίτες που μιλούν μια μακεδονική και όχι νοτιοσλαβική γλώσσα.
Γίνεται από αυτό το πλαίσιο σαφές πως η Συμφωνία δεν είναι μόνο προϊόν ενός επώδυνου συμβιβασμού. Επιπλέον φέρνει τη χώρα μας αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις. Αν δηλαδή, από τη μία πλευρά, μπορεί να δει κανείς στην εξομάλυνση των σχέσεων της Αθήνας με τα Σκόπια μια ευκαιρία, δεν μπορεί από την άλλη να αγνοήσει τις παγίδες που κρύβονται όχι στα ψιλά γράμματα, αλλά στο ίδιο το corpus της Συμφωνίας. Η σελίδα, με άλλα λόγια, γύρισε. Αλλά θα χρειάζεται πάντα προσοχή στο μαύρο μελάνι της επόμενης.