Αν η τέχνη είναι ο συντομότερος δρόμος από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, όπως είπε ο Γκαροντί, αυτόν τον δρόμο εκείνος τον βάδισε μόνος. Μόνος έζησε και ολομόναχος έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς λαϊκούς ζωγράφους της Ελλάδας, ο «Θεόφιλος» της Νάουσας, Τάκης Σκούπερ. Ηταν μια θρυλική μορφή της πόλης, αυτοδίδακτος, που επί χρόνια επιβίωσε ζωγραφίζοντας επιγραφές για τοπικά καταστήματα. Ενας άνθρωπος που του άρεσε να εμφανίζεται με φουστανέλες και παραδοσιακές ενδυμασίες και που παρά το μοναδικό ταλέντο του έζησε και πέθανε μέσα στη φτώχεια. Με το πινέλο του απαθανάτισε με λεπτομέρειες τα μακεδονίτικα σπίτια, την πόλη της Νάουσας, σκηνές από την καθημερινή ζωή και κυρίως το παραδοσιακό της καρναβάλι, τις “Μπούλες”, αφήνοντας με τους πίνακές του μια κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας.
Ζώντας σε ένα μικρό ετοιμόρροπο σπιτάκι πλούσια ζωγραφισμένο με μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης, ο Σκούπερ έφτασε τα τελευταία χρόνια να σιτίζεται από την Πρόνοια, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Είχε προσπαθήσει μετά βίας να κατοχυρώσει μια ελάχιστη σύνταξη αναπηρίας και οι δυσκολίες σε συνδυασμό με την ανέχεια τον είχαν καταβάλει. Σε αυτό το σπιτάκι φυλούσε τα λιγοστά προσωπικά του αντικείμενα, κρατώντας σε περίοπτη θέση τα πινέλα του Χριστόδουλου Ματθαίου, του φημισμένου αγιογράφου του Αγίου Ορους που πέθανε το 1935.
Γεννημένος το 1951 σε μια πολύ φτωχή οικογένεια με καταγωγή από το Μοναστήρι, ξεκίνησε να ζωγραφίζει στην ηλικία των 10 ετών. Συνέχισε να το κάνει μέχρι που πέθανε. Μοναχικός και απόκοσμος, αγαπούσε πολύ το ναουσιώτικο καρναβάλι και άλλες τοπικές γιορτές, στις οποίες συμμετείχε ντυμένος μακεδονομάχος ή γενίτσαρος. Το νήμα που συνέδεε τη ζωή του με αυτήν του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ ήταν άρρηκτο. Παρότι μετά βίας έβγαζε τα προς το ζην, ο Σκούπερ δώριζε συχνά έργα του, αρκετά εκ των οποίων κοσμούν σήμερα το Δημαρχείο και σχολεία της πόλης. Το ύφος του ήταν συχνά σουρεαλιστικό, τα χρώματά του έντονα και πηγή έμπνευσής του η αγιογραφία και η παράδοση.
«Για μένα η ζωγραφική είναι πάθος, αρρώστια και παρηγοριά είναι. Παρηγοριά γιατί εγώ δεν έχω άλλους τρόπους για να διασκεδάσω, μόνο τη ζωγραφική» έλεγε μιλώντας σε τοπικό Μέσο πριν από δύο χρόνια. «Ο κόσμος αγαπάει την τέχνη, αλλά πρέπει να μην μπαίνει στη διαδικασία του πώς θα πληρώσει έναν πίνακα, αλλά να μπορέσει να μπει μέσα στη ροή της περίεργης τέχνης. Γιατί ο άνθρωπος έχει μέσα του κάτι πολύ βαρύ και αυτός ο σουρεαλισμός το δείχνει. Η ζωγραφική είναι όπως τα γράμματα, αλλά ζωγραφισμένα…».
«Ο Σκούπερ είναι ο “Θεόφιλος” της Νάουσας, αποτύπωσε μια ολόκληρη εποχή, απεικόνισε την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, τις γειτονιές της Νάουσας και το δρώμενο “Γενίτσαροι και Μπούλες” με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Εργα του κοσμούν σαλόνια, γραφεία, και πολλοί τον εκμεταλλεύτηκαν και τα πήραν για ένα κομμάτι ψωμί. Οποιος επισκέφθηκε το σπίτι του, αν μπορούμε να το πούμε σπίτι, διαπίστωσε περί τίνος πρόκειται. Γεμάτο έργα του, παλέτες, χρώματα, φουστανέλες, πάλες, γιλέκα με ασημικά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Και όλα αυτά σε λίγα μόλις τετραγωνικά, στην πλαγιά του λόφου του Αγίου Θεολόγου» έγραψε για εκείνον ο Γρηγόρης Μαρκοβίτης, δικηγόρος στη Νάουσα.
Το άψυχο σώμα του εντόπισε ένας αστυνομικός που αναγκάστηκε να παραβιάσει την πόρτα του σπιτιού του όταν οι περίοικοι διαπίστωσαν ότι ο Τάκης είχε μέρες να φανεί. Φεύγοντας άφησε πίσω του πολλούς πίνακες και καθόλου κληρονόμους. Το σπίτι του, στο οποίο δεν κατάφερε ποτέ να επισκευάσει την ετοιμόρροπη στέγη, θα μπορούσε να κηρυχθεί διατηρητέο. Και τα έργα του να στεγαστούν σε μια έκθεση ως ένα κομμάτι ελληνικής ιστορίας που πρέπει να διαφυλαχθεί. Αλλιώς παραφυλάει πάντα η μοίρα του Θεόφιλου: του φουστανελά που έκθαμβο ανακάλυπτε το Παρίσι τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, βάζοντάς τον να συναντήσει τον Ρέμπραντ, τον Ντα Βίντσι και τον Γκόγια στις υπέρλαμπρες αίθουσες του Λούβρου. Και στις λεωφόρους της ιστορίας της τέχνης.