Ας μου συγχωρεθεί η αυτοαναφορικότητα αλλά η πιο συγκλονιστική εμπειρία που έχω ζήσει σε αυτήν τη δουλειά είναι ένα ρεπορτάζ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο ψυχιατρείο Λέρου. Οχι απολύτως ολοκληρωμένο καθώς δεν άντεξα να μείνω όσο θα έπρεπε εκεί μέσα. Βγαίνοντας, όπως βγαίνουν πολλοί φοιτητές μετά το πρώτο μάθημα Ανατομίας, είχα την ίδια αίσθηση με εκείνη που είχα όταν επισκέφθηκα το Αουσβιτς. Ή μάλλον, σε πολύ μεγαλύτερη ένταση. Το Αουσβιτς ήταν ένα μνημείο πολέμου. Το ψυχιατρείο Λέρου ένα ίδρυμα περίθαλψης εν καιρώ ειρήνης. Τόσα χρόνια μετά, δεν αντέχω να θυμάμαι το βλέμμα των άφυλων προσώπων, τους ανθρώπους που ημίγυμνοι σέρνονταν στο πάτωμα, το χέρι που γράπωσε κάποια στιγμή το πόδι μου. Θυμάμαι όμως πολύ καλά την κούραση, την απόγνωση, την οργή των υπαλλήλων. Και το «Οποιος μπαίνει εδώ να παρατήσει έξω κάθε ελπίδα» (το οποίο υποτίθεται ότι έγραφε η πύλη της Κόλασης του Δάντη) που τρυπούσε για μήνες μετά το μυαλό μου.
Αφορμή για εκείνο το θέμα ήταν ένα ρεπορτάζ στον «Observer» με τίτλο «Το ένοχο μυστικό της Ευρώπης». «Μυστικό», εκεί είναι το πρόβλημα. Ανθρωποι που σαπίζουν σε υπόγεια σπιτιών στην περιφέρεια αλλά και στις πόλεις. Για να μην το μάθει η γειτονιά. Πόσα τέτοια περιστατικά δεν έρχονται ακόμη και μέχρι σήμερα στο φως; Μυστικά καλά κρυμμένα από οικογένειες, αλλά και την Πολιτεία. Μια ιδιότυπη ποινή αργού και εξευτελιστικού θανάτου που ισχύει ακόμη για όσους ξέφυγε ο νους τους. Μια κοινωνία και μία Πολιτεία όμως δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τούς ψυχικά διαταραγμένους πολίτες της, δεν μπορεί να διακρίνει ούτε τις δικές της παθογένειες.