Θα ήταν προτιμότερο να ήταν μόνο αυτό: ένας ευγενής πόλεμος ανάμεσα σε καλλιτέχνες. Ανάμεσα στον Ρέμο, τη Μάνου και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου από τη μία, και τους 158 καλλιτέχνες που εκφράστηκαν υπέρ της συμφωνίας από την άλλη, μαζεύοντας υπογραφές. Ακόμη και αν οι πρώτοι δεν είναι ακριβώς μακεδονομάχοι κι ακόμη και αν οι δεύτεροι δεν είναι ακριβώς καλλιτέχνες ή σκέτο καλλιτέχνες αλλά στελέχη, φίλοι και συγγενείς του ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι καλλιτέχνες δεν ήταν παρά υποσημείωση σε μια σάγκα όπου είχε σχεδόν τα πάντα εκτός από αυτό που είναι πρωταρχικώς ζητούμενο σε κάθε εθνικό θέμα. Δεν είχε εθνική συναίνεση. Είχε, αντίθετα, διχασμό, χημικά σε συλλαλητήρια, αφίσες με στοχοποιημένους βουλευτές, συνθήματα για προδοσίες και την ίδια τη συμφωνία να χρησιμοποιείται ως πολιορκητικός κριός για να διαλυθούν μικρά και μικρότερα κόμματα, υπαρκτά και ανύπαρκτα.

Ακόμη και με μερικούς καλλιτέχνες στα χαρακώματα, μια συμφωνία για ένα εθνικό θέμα δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την τέχνη. Αλλά δεν είναι βέβαιο πως είχε και με την πολιτική που της έπρεπε. Η Συμφωνία των Πρεσπών υποτίθεται ότι ήρθε για να άρει μια εκκρεμότητα, να κλείσει μια τρύπα στα Βαλκάνια, αλλά με τον χειρισμό που της επιφυλάχθηκε άνοιξαν άλλες τρύπες, άνοιξαν όχι αλλού, αλλά εδώ και μεταξύ μας.

Τι μένει; Η λήθη. Μένει εκείνη η πρόβλεψη ενός πρωθυπουργού πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες ότι κανένας δεν θα θυμάται σε δέκα χρόνια το θέμα του ονόματος. Μόνο που από τον τρόπο που έκλεισε η τρύπα στα Βαλκάνια φάνηκε πως εκείνη η πρόβλεψη δεν ήταν απλώς μια πρόβλεψη, είχε τη δύναμη μιας ευχής. Ηταν μια ευχή να ξεχάσουμε. Αλλά τώρα δεν αρκεί να ξεχαστεί μόνο το όνομα. Πρέπει να ξεχαστούν και οι αφίσες και τα χημικά και τα συνθήματα για προδοσίες και το δηλητήριο που χύθηκε. Πρέπει να ξεχαστεί όχι μόνο τι έγινε μετά τη συμφωνία. Αλλά κυρίως τι έγινε πριν από αυτή.