Η Συμφωνία των Πρεσπών, που συνομολόγησαν η κυβέρνηση της Ελλάδας και η κυβέρνηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θα αρχίσει μετά την κύρωσή της από το ελληνικό Κοινοβούλιο να παράγει αποτελέσματα (και όχι τετελεσμένα) ανεξαρτήτως της θετικής ή αρνητικής τοποθέτησης εκάστου εξ ημών και ανεξαρτήτως της όποιας αντίληψης την αξιολογεί είτε ως μια «λεόντεια» συμφωνία (υπέρ ή αντίθετα εις βάρος της Ελλάδος) είτε ως αμοιβαία επωφελή για τις δύο χώρες.
Την επόμενη μέρα, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο εξαιρετικά βεβαρημένο πλαίσιο μέσα στο οποίο η Συμφωνία των Πρεσπών θα πρέπει να υλοποιηθεί. Σοβαρές ευθύνες για αυτό φέρουν τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων). Η πρώτη φυτεύοντας – μέσω της εργαλειοποίησης του «Μακεδονικού» – το δέντρο του διχασμού και η δεύτερη σπεύδοντας να το αρδεύσει – με περισσή μάλιστα επιμέλεια – μέσω της πλήρους κυριαρχίας των ακραίων φωνών στο εσωτερικό της και της συνακόλουθης διαμόρφωσης μιας εθνικιστικής ατζέντας (τόσο στη ΝΔ όσο και στο ΚΙΝΑΛ).
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση επέλεξαν έτσι για λόγους κομματικού συμφέροντος, η πρώτη να μην ακολουθήσει το μονοπάτι της εθνικής συνεννόησης και η δεύτερη να διαγράψει την εθνική θέση στο Βουκουρέστι, πηγαίνοντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας των ανιστόρητων συνθημάτων («η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική») και της «πεζοδρομιακής εξωτερικής πολιτικής» των συλλαλητηρίων και των μαξιμαλιστικών θέσεων («κανένας συμβιβασμός που θα περιέχει τον όρο “Μακεδονία”»). Και οι δύο στάσεις δεν ήταν προφανώς χωρίς συνέπειες. Η Συμφωνία των Πρεσπών θα περάσει, αλλά η χαμένη υπόθεση της συναίνεσης θα παραμείνει σαν «κρυμμένο τραύμα» στο σώμα της εξωτερικής πολιτικής. Συνακόλουθη και η υποχώρηση του ορθού λόγου, της ψύχραιμης και νηφάλιας ανταλλαγής επιχειρημάτων δυστυχώς όχι μόνο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και μεταξύ των επαϊόντων περί των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής στη χώρα.
Δυστυχώς οι τελευταίοι αποδείχτηκαν – αποδειχτήκαμε – ανεπαρκείς (ή μήπως άτολμοι;) να απαντήσουμε στα δύσκολα προβλήματα χωρίς δίκες προθέσεων ή επιχειρήματα ηθικολογικού χαρακτήρα, προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις και παραμένοντας μεθοδολογικά συνεπείς σε έναν ρεαλισμό που μπορεί να κάνει τις απαραίτητες διακρίσεις υποστηρίζοντας ότι το εθνικό συμφέρον μπορεί να σημαίνει κριτική ή/και καταδίκη της κυβέρνησης με ταυτόχρονη υποστήριξη μιας αμοιβαία επωφελούς – και κυρίως αναγκαίας για όσους μπορούν να σκεφτούν με όρους μέλλοντος – συμφωνίας. Κατώτεροι βεβαίως των περιστάσεων, αλλά ευτυχώς δεν το «τερματίσαμε» υποστηρίζοντας για παράδειγμα τη λαϊκή απαίτηση για δημοψήφισμα για το «Μακεδονικό», καθ’ ομοίωση διαφόρων καθεστώτων στη Λατινική Αμερική, την πρακτική των οποίων ακολούθησε η κυβέρνηση στο ξεκίνημά της με το ανεκδιήγητο δημοψήφισμα τον Ιούλιο 2015.
Τα χαρακτηριστικά της εσωστρέφειας, της έλλειψης εμπιστοσύνης, ενός φοβικού συνδρόμου μη-επίλυσης των προβλημάτων και μη-συμβιβασμού επανέρχονται με τρόπο δυναμικό και επιβάλλονται στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας, ειδικότερα σε εκείνο που, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα κληθεί να αναλάβει το βάρος της υλοποίησης μιας συμφωνίας που θεωρεί «προδοτική». Ταυτόχρονα, όχι μόνον η Βαλκανική γειτονιά μας, αλλά και το ευρύτερο μεσογειακό περιβάλλον μας γίνεται συνθετότερο, περισσότερο απρόβλεπτο και επικίνδυνο. Η πραγματικότητα μας τραβάει από το μανίκι και απαιτεί την ακόμα και βίαιη ενηλικίωσή μας.
Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου