Στο Σιδηρόκαστρο, ένα κεφαλοχώρι στις πλαγιές των βουνών της Επαρχίας Τριφυλίας, στη μεσσηνιακή γη, υπάρχει από τα χρόνια του ’80 η προτομή του Σπήλιου Ζαχαρόπουλου. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να ήταν ο μοναδικός εν ζωή με άγαλμα, αλλά από τότε ακολούθησαν κι άλλοι. Νομίζω ότι και ο μεγάλος ακοντιστής Κώστας Γκατσιούδης έχει από χρόνια το δικό του άγαλμα στον Εβρο. Για όσους δεν θυμούνται τον Ζαχαρόπουλο, ήταν ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα που κατάφεραν να ξεφύγουν από το άνυδρο αθλητικό τοπίο στα χρόνια του ’70. Πρωταθλητής μεσαίων αποστάσεων, είχε καταφέρει το 1972 να ξεσηκώσει την Ελλάδα και τη γενέτειρά του με ένα αναπάντεχο αργυρό μετάλλιο στα 1.500 μέτρα, στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κλειστού στίβου, στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας. Αυτό το μετάλλιο φάνταζε τότε απλησίαστος στόχος για έλληνες αθλητές και αντιμετωπίστηκε περίπου σαν θαύμα. Πρωτοσέλιδα, θριαμβευτική υποδοχή, περηφάνια. Σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά, στο Σιδηρόκαστρο η περηφάνια για τον Σπήλιο κρατάει ακόμη, ενώ ο ίδιος ήταν η αφορμή για να στραφούν κάμποσα παιδιά της ευρύτερης περιοχής στον αθλητισμό. Σήμερα, μερικές γενιές αργότερα, κάποια από τα παιδιά έχει αναλάβει να προπονήσει ο ίδιος, αφού η προτομή στην άκρη του χωριού συνεχίζει να συντηρεί τον μύθο και να παρακινεί.
Εφερα στο μυαλό τον Ζαχαρόπουλο, την τρελή κούρσα του και το άγαλμά του, διαβάζοντας τις δηλώσεις του κοινοτάρχη από το πατρογονικό χωριό του Στέφανου Τσιτσιπά στην Καρδίτσα. Προσεχώς, το χωριό μπορεί να αποκτήσει ένα γήπεδο τένις με το όνομα του 20χρονου πρωταθλητή. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν υπάρχει μια ευθεία γραμμή που να ενώνει τον Σπήλιο με τον Στέφανο. Ο Ζαχαρόπουλος είναι εξίσου εντυπωσιασμένος και περήφανος, όπως σχεδόν όλοι οι Ελληνες, με τις επιτυχίες του Τσιτσιπά, αλλά γνωρίζει καλά ότι ο σύγχρονος πρωταθλητισμός και μια διεθνής αναγνώριση διαρκείας δεν βασίζονται μόνο στο ταλέντο και στην προσωπική προσπάθεια. Στα δικά του χρόνια, σχεδόν όλοι οι έλληνες αθλητές ατομικών αθλημάτων έβγαιναν στον αγωνιστικό χώρο με την ελπίδα ότι θα βρεθούν στη μέρα τους και θα υπερβάλουν εαυτόν. Στην εποχή του Τσιτσιπά, μια εκτόξευση στο παγκόσμιο στερέωμα έχει πίσω της μια πολύπλευρη υποστήριξη – προπονητική, ιατρική, ψυχολογική και οικονομική -, την οποία ουσιαστικά επιβάλλει ο ανταγωνισμός. Μια άλλη παράμετρος, ωστόσο, είναι και η πίστη ότι μπορείς να ξεχωρίσεις ανάμεσα στα μεγαθήρια, ότι μπορείς να σταθείς ισάξιος απέναντί τους και να νικήσεις. Η αυτοπεποίθηση του Τσιτσιπά, η πίστη στις δικές του μεγάλες δυνατότητες, δεν έχει σφυρηλατηθεί μόνο μέσα από τις δικές του νίκες και μια υπεροχή μπροστά σε, θεωρητικώς, αξεπέραστους αντιπάλους. Μεταφέρεται σε αυτόν και μέσα από τις μεγάλες νίκες που έχουν προηγηθεί και έχουν γράψει τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Στην εποχή του Ζαχαρόπουλου, ο Δαβίδ περίμενε να νικήσει ξανά τον Γολιάθ – κι αυτό σπανίζει, αλλιώς ο μύθος δεν θα είχε νόημα. Η αλλαγή σελίδας που ήρθε με το Ευρωμπάσκετ του 1987 διαμορφώνει άλλες γενιές και δημιουργεί άλλες απαιτήσεις. Ενα ασημένιο ευρωπαϊκό μετάλλιο στον κλειστό στίβο σήμερα δεν δημιουργεί θόρυβο. Το Πανευρωπαϊκό του 1987 απελευθέρωσε την Πατουλίδου, αμέτρητους ολυμπιονίκες που ακολούθησαν, ίσως κρύβεται και πίσω από το ασύλληπτο Ευρωπαϊκό του 2004 στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Πορτογαλίας. Οι σημερινοί Ελληνες δεν κινούνται σε μια άνυδρη γη, η οπτική τους, τα ερεθίσματα και οι στόχοι τους συνδέονται με το παγκόσμιο χωριό.
Σε μια μεταφορά στην πολιτική ζωή, προκαλεί βαθιά απογοήτευση το ότι δεν βρέθηκε στα χρόνια της κρίσης εκείνη η στιγμή που θα μπορούσε να μεταβάλει την εικόνα και να οδηγήσει σε μια εθνική εκτόξευση. Η κρίση δεν έγινε η ευκαιρία για μια αλλαγή μοντέλου που θα αναδείξει μια χώρα με αυτοπεποίθηση πρωταθλητή. Και μαζί της μια κοινωνία που – σε αντίθεση με τον ίδιο – δεν θα αντιμετωπίζει τη ρακέτα του Τσιτσιπά σαν σφεντόνα.