Μία απλή και παραδοσιακή ανάγνωση των βασικών θεωριών διεθνών σχέσεων (ρεαλισμός, φιλελευθερισμός, κονστρουκτιβισμός) μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η εξωτερική πολιτική και οι επιλογές των κρατών καθορίζονται από τρεις βασικές συνισταμένες (συμφέροντα, διεθνές δίκαιο και ταυτότητες). Μπορεί στη Βεστφαλιανή εποχή αυτή η διάκριση να είχε βάση, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης όμως οι διεθνείς σχέσεις, όπως και η παγκόσμια διακυβέρνηση, έχουν αλλάξει ριζικά. Οι θεωρίες τέμνονται και τα βασικά προτάγματα της μιας αξιοποιούνται από την άλλη.

Μία βασική πρόβλεψη του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού είναι πως οι ταυτότητες διαμορφώνουν συμφέροντα και επιλογές. Το Μακεδονικό είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση διαφοράς μεταξύ δύο χωρών με όρους ταυτότητας, μία πολιτισμική, όπως μπορούμε με την ευρεία έννοια να πούμε, διαφορά. Ωστόσο, η κατάσταση δεν έχει μείνει εκεί. Η διαφορά για την ταυτότητα – το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας – έχει συνδεθεί στενά – σε επίπεδο ρητορικής και επιχειρημάτων – με το εθνικό συμφέρον. Πώς ορίζουν όμως αυτοί που είναι αντίθετοι στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και γενικότερα σε κάθε προσπάθεια επίλυσης που θα αποδώσει στη γειτονική χώρα ένα όνομα που θα εμπεριέχει τη λέξη Μακεδονία, το εθνικό συμφέρον;  Προκρίνουν μία στενή και παραδοσιακή ερμηνεία του, η οποία τονίζει τη διάσταση της εθνικής κυριαρχίας και της απειλής που μπορεί να υπάρξει από τον υπαρκτό ή υποθετικό αλυτρωτισμό των πολιτών της ΠΓΔΜ. Πρόκειται για το κλασικό επιχείρημα περί «Μακεδονίας του Αιγαίου» και μελλοντικού γεωγραφικού επεκτατισμού.

Το επιχείρημα αυτό υπάρχει στον δημόσιο διάλογο από την πρώτη περίοδο της πρόσφατης αντιπαράθεσης για το Μακεδονικό (αρχές δεκαετίας του ’90). Ομως η ένταση της περιόδου του αντιμνημονιακού αγώνα που όξυνε εντονότερα την αίσθηση της στοχοποίησης από τα ξένα συμφέροντα και της απειλής της εθνικής κυριαρχίας της χώρας, επέδρασε καταλυτικά στη γενικότερη πρόσληψη των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναμενόμενο η προσπάθεια επίλυσης του συναισθηματικά φορτισμένου Μακεδονικού να βρεθεί αντιμέτωπη με συντηρητικά αντανακλαστικά που τέμνουν οριζόντια και κάθετα το πολιτικό φάσμα.

Σύμφωνα με τον κονστρουκτιβισμό, όμως, οι οργανισμοί, τα κράτη, οι elites και οι πολίτες έχουν πολλαπλές ταυτότητες και πρέπει να αντιλαμβάνονται το συμφέρον με ευρύ τρόπο. Η Ελλάδα συμμετέχει εδώ και δεκαετίες στους βασικούς διατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ) και θα έπρεπε να είχε ήδη κατανοήσει την αίσθηση του ανήκειν στην ευρεία κοινότητα ασφάλειας της Δύσης. Η συμμετοχή σε μία κοινότητα ασφάλειας δημιουργεί μία νέα ταυτότητα ασφάλειας και οδηγεί σε μία διαφορετική προσέγγιση για την αναζήτηση παροχής ασφάλειας μέσω των διεθνών θεσμών. Ουσιαστικά, η Ελλάδα, όπως και τα άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, όταν αντιλαμβάνονται την ταυτότητά τους με αυτόν τον τρόπο μπορούν να οδηγηθούν και σε μία ευρύτερη ανάγνωση των συμφερόντων τους, όπου η ασφάλεια της χώρας δεν περνά μέσα από στενές εθνικές προσεγγίσεις, αλλά από τη συμμετοχή σε περιφερειακές συνεργασίες και ολοκληρώσεις (στην περίπτωση του Μακεδονικού, σε αυτήν της ΝΑ Ευρώπης).

Οι πολιτικές elites όμως αδυνατούν να αντιληφθούν αυτή την ευρεία προσέγγιση της ασφάλειας και των συμφερόντων ή εσκεμμένα εργαλειοποιούν τη στενή και συναισθηματική αντίληψη των πολιτών. Λειτουργούν επομένως ακριβώς αντίθετα από ό,τι θα έπρεπε. Το ίδιο κάνει και ένα μέρος της πνευματικής και επιστημονικής elite της χώρας. Δυστυχώς υπάρχει κάτι χειρότερο από τις στενές προσλήψεις της πραγματικότητας και της αίσθησης της απειλής και αυτός είναι ο διχασμός σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και αυτό φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεται το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας. Δεν πρέπει να ξεχνούν πως ο διχασμός δεν φεύγει αίφνης, ούτε με εκλογές ούτε και με αλλαγή πολιτικής.

Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι καθηγητής στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας και επιστημονικός συνεργάτης ΚΕΜΕΑ. Ο Χρήστος Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων ΑΠΘ