Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την εποχή τους με αισθητικά κριτήρια αλλάζει. Η σημερινή συγκυρία λοιπόν για τον Γιώργο Μαυροψαρίδη είναι ευνοϊκή, καθώς τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου αφουγκράζονται το συλλογικό αίτημα για διαφορετικότητα και διευρύνουν τις επιλογές τους. Ανάμεσα στις οποίες η δουλειά του έλληνα μοντέρ – τεχνίτη στην ταινία «Η ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου αναγνωρίζεται ως αντάξια να διεκδικήσει υποψηφιότητα για Oσκαρ.

Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης είναι ο επαγγελματίας του μοντάζ. Σύμφωνα με το σύντομο βιογραφικό του που το ανασύρει κανείς από ιστότοπο ιδιωτικού κολεγίου ελευθέρων σπουδών με έδρα την Αθήνα – όπου ο ίδιος παρέδιδε μαθήματα κινηματογραφικής τεχνικής – είναι απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου του Λονδίνου. Ο πεπειραμένος μάστορας του ελληνικού σινεμά από τη δεκαετία του ’80 βάζει τη σφραγίδα του στις παραγωγές σκηνοθετών οι οποίοι επεδίωξαν να αναμετρηθούν με την πρωτοπορία της κινούμενης εικόνας: «Είμαι κουρασμένος» (1982) σε σκηνοθεσία Βασίλη Αλεξάκη. «Εδώ είναι Βαλκάνια» (1984) του Βασίλη Βουδούρη, «Τεριρέμ» (1987) του Απόστολου Δοξιάδη, «Γυναίκες που περάσατε από δω» (2018) του Σταύρου Τσιώλη.

Στη διαμόρφωση της κινηματογραφικής προσωπικότητας του Γιώργου Μαυροψαρίδη έχουν συμβάλει συνεργασίες με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Πανουσόπουλος, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Τάσος Μπουλμέτης. Και ύστερα προέκυψε ο Γιώργος Λάνθιμος. Στην ολότητά του: «Κινέττα», «Κυνόδοντας», «Aλπεις», «Αστακός», «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού», «Η ευνοούμενη».

Μαζί από τα πρώτα βιντεοκλίπ που έκανε ο Λάνθιμος συνεργαζόμενος με τις εταιρείες παραγωγής διαφημίσεων στην Ελλάδα. Εκεί συνδέθηκαν βγάζοντας το πάθος για τη δουλειά της κινούμενης εικόνας που τους έφερε και στο σινεμά.

Ωστόσο η φήμη του επαγγελματία μοντέρ τον έκανε ξεχωριστή περίπτωση, ώστε να τον αναζητούν και άλλοι νέοι δημιουργοί. Ανάμεσά τους και η συνεργασία του με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη στο «Chevalier». Και με άλλους νέους έλληνες κινηματογραφιστές οι οποίοι ξεχωρίζουν με τη νέα πιο αστραφτερή, παρά «κουλτουριάρικα» βαριά αισθητική των περασμένων δεκαετιών του ελληνικού σινεμά.

Η δουλειά του στο μοντάζ των ταινιών μικρού μήκους «Κοινό-Στόχος» βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1988 και το «Half-Board Heaven» διακρίθηκε στο Ionian Digital Film Festival το 2013. Βραβεία έχει λάβει επίσης για το μοντάζ στις μεγάλου μήκους ταινίες «Σκιάχτρα» (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1984) και «Πολίτικη Κουζίνα» (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Κρατικό βραβείο Μοντάζ 2003). Επίσης έχει βραβευθεί με το βραβείο Μοντάζ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τις ταινίες «Κυνόδοντας» (2009) και «Ο εχθρός μου» (2013). Ενώ όλες οι ταινίες τις οποίες έχει υπογράψει ως μοντέρ έχουν σημαντικές διακρίσεις και συμμετοχές στα διεθνή κινηματογραφικά Φεστιβάλ της Βενετίας και των Καννών: «Μ’ αγαπάς», «Hardcore», «Κινέττα», «Κυνόδοντας» και «Aλπεις».

Ο Γιώργος Λάνθιμος φαίνεται να έχει εντοπίσει στον μόνιμο συνεργάτη του έναν ταλαντούχο συν-ακροατή των δικών του αφηγήσεων. Το ιδιοσυγκρασιακό, ανεξάρτητο ύφος των ταινιών του συναθροίζει την ικανότητα του αριστοτέχνη του μοντάζ να κατανοεί την κινηματογραφική ροή δεδομένων ως «γραφή». Η φευγαλέα ροή των εικόνων του Γιώργου Λάνθιμου σταθεροποιείται σε διακριτά στοιχεία χάρη στον Γιώργο Μαυροψαρίδη. Εκείνος εξετάζει τα πλάνα και τα συναρμολογεί ως τα ιερογλυφικά σύμβολα της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας.

Το συλλογικό γούστο ενός κινηματογραφικού θεσμού μετατοπίζεται προς ένα ιδιόμορφο μείγμα επιλογών. Η Ακαδημία διαμορφώνεται ως μια ανοιχτή διεθνής ομάδα επαγγελματιών του κινηματογράφου. Οι προτάσεις τους για τα φετινά Oσκαρ έχουν κάτι ανήσυχα συναρπαστικό. Μα πόσο κοντά είναι αυτή η αίσθηση στην τεχνική του Μαυροψαρίδη. Καθώς συναρμολογεί εικόνες ανοίκειας απόλαυσης παρασύρει τον σύγχρονο θεατή κινηματογραφικών ταινιών στο τελετουργικό των νεο-σινεφίλ.

Κύριο ζητούμενο για τον διεθνή έλληνα σκηνοθέτη ήταν να αποκτήσει προσωπική γλώσσα και αφηγηματική υπόσταση, ακόμα και στο μοντάζ. Σύμφωνα με τον Μαυροψαρίδη, στη συνέντευξή του στον 9.84 στον Aρη Τόλιο, το ντεκουπάζ του Λάνθιμου, είναι αυτό που προσφέρεται για δημιουργικό πειραματισμό. «Δοκιμάσαμε διαφορετικά είδη αφήγησης και μοντάζ στη συνεργασία μας μέχρι που στην “Κινέτα” οδηγηθήκαμε σε μια περισσότερο αφηγηματική προσέγγιση, με ελεύθερη αφήγηση της εικόνας και κίνηση κάμερας. Στον “Κυνόδοντα” ο Λάνθιμος ακολούθησε πλέον μια λογική ανάδειξης των υπαρξιακών θεμάτων που τον απασχολούν και το ύφος ήταν πιο στυλιζαρισμένο».

Για τη συνεργασία του με τον Γιώργο Λάνθιμο, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης λέει ότι υπάρχει διαρκής επεξεργασία «Δεν μένουμε ποτέ στα ίδια. Ως σκηνοθέτης ο Λάνθιμος έχει τον απόλυτο δημιουργικό έλεγχο και ανάμεσά μας υπάρχει εμπιστοσύνη. Εκτός από ιδιοφυής άνθρωπος είναι εξαιρετικός κριτής χαρακτήρων. Μου δίνει τον χρόνο και τη δημιουργική ελευθερία – όταν χρειάζεται – να μένω μόνος για να ετοιμάσω κάποια πράγματα. Ο βαθμός δυσκολίας παρουσιάζει τεράστια διαφορά σε κάθε ταινία του και η ματιά του είναι πάντα ενδιαφέρουσα, φορμαλιστικά. Ακόμα και τώρα, στα μεγάλα studios όπου δουλεύουμε, ο Γιώργος Λάνθιμος έχει καταφέρει να κρατήσει τον δικό του ρυθμό και τις προϋποθέσεις για το final cut, τον χρόνο δηλαδή μέσα στον οποίο θα είναι έτοιμη η ταινία, ακόμα και για την επιλογή της μουσικής».