Μεροκαματιάρηδες, εργάτες, ιδιοκτήτες μικρών μαγαζιών, μικροαπατεώνες, μέλη συμμοριών και πόρνες. Ανθρωποι που περνοδιαβαίνουν τα σύνορα ανάμεσα στον νόμο και την παρανομία χωρίς να χρειάζεται να επιδείξουν κανένα διαβατήριο, παλεύουν σκληρά κάθε μέρα για το δικαίωμα να ζήσουν, να ερωτευτούν, ίσως και να κάνουν μικρά όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Τελικά όμως είναι ελάχιστοι αυτοί που το κατορθώνουν. Οι περισσότεροι στριμώχνονται στο περιθώριο, πληγωμένοι, τσακισμένοι, οριστικά και αμετάκλητα ηττημένοι. Η όψη αυτής της κοινωνίας αποτυπώνεται σε δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που έχουν κερδίσει τις εντυπώσεις στην πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή, εκκινούν από διαφορετική αφετηρία, επιλέγουν διαφορετική οπτική, αλλά τελικά συγκλίνουν σε παρόμοια συμπεράσματα.
«Λεωφόρος»: ο μικρόκοσμος των σκιών
Πρώτα, η κλασική «Λεωφόρος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις (μτφ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ). Ο συγγραφέας Τrevanian (ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποίησε ο Rodney William Whitaker) τοποθετεί την ιστορία του στη Λεωφόρο, μια περιοχή στην καρδιά της κακόφημης συνοικίας του Μόντρεαλ. Εδώ, άνθρωποι του υπόκοσμου από ψηλότερα και χαμηλότερα ιεραρχικά επίπεδα, εξαθλιωμένοι εργάτες και μετανάστες που φτάνουν αναζητώντας τη δική τους γη της επαγγελίας, αποτελούν έναν μικρόκοσμο κινούμενων σκιών, που περιφέρει την κουρασμένη ύπαρξή του στους σκοτεινούς, απειλητικούς δρόμους. Κι εδώ ακριβώς είναι το βασίλειο του υπαστυνόμου Λαπουάντ, ο οποίος θεωρεί τη Λεωφόρο το «δικό του κάστρο». Γνωρίζει όλους τους παροικούντες, μιλάει μαζί τους, ενδιαφέρεται για την προσωπική τους ζωή, αλλά παράλληλα ελέγχει τις οποιεσδήποτε παραβατικές συμπεριφορές κι επιβάλλει την τάξη και τον νόμο, ενίοτε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο.
Η ιστορία ξεκινάει με την εισβολή ενός επικίνδυνου δολοφόνου στην επικράτεια του Λαπουάντ. Ενας περιθωριακός νέος ιταλικής καταγωγής βρίσκεται μαχαιρωμένος σ’ ένα σοκάκι της Λεωφόρου και ο υπαστυνόμος ρίχνεται σ’ ένα σκληρό, επίμονο κυνηγητό για να εντοπίσει τον δράστη. Οσο η πλοκή εξελίσσεται, αντιλαμβανόμαστε ότι τα βασικά όπλα του για την εξιχνίαση της υπόθεσης είναι οι πληροφορίες που αντλεί με θεμιτά ή και αθέμιτα από τους κατοίκους της γειτονιάς. Ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων, μέθυσοι θαμώνες μικρών μπαρ, άστεγοι και γυναίκες του αγοραίου έρωτα αποτελούν τον στόλο των πληροφοριοδοτών του. Ο Λαπουάντ συγκεντρώνει τα στοιχεία, κάνει τους κατάλληλους συσχετισμούς, διασταυρώνει τις πληροφορίες και εξάγει τα προσωπικά του συμπεράσματα, προσπαθώντας να ανακαλύψει τον ένοχο βάσει της δικής του συλλογιστικής.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την πορεία των ερευνών ως πρόσχημα για να σχολιάσει το χάσμα των γενεών στην αστυνομία και τη «νέα εποχή» που αναδύεται στις τάξεις της. Ο προσωρινός βοηθός του Λαπουάντ, ο νεαρός αστυνομικός Γκούτμαν (αποκαλείται χαρακτηριστικά Τζέιν, λόγω της ελάχιστης προϋπηρεσίας και εμπειρίας) και οι δημοκρατικές, ανθρωπιστικές αντιλήψεις του έρχονται αρχικά σε σκληρή αντιπαράθεση με τις βίαιες πρακτικές του Λαπουάντ. Στη συνέχεια βέβαια, ο Γκούτμαν θα ανακαλύψει σταδιακά την ανθρωπιά και την ευαισθησία που κρύβει επιμελώς ο προϊστάμενός του.
Το μεγάλο ενδιαφέρον του μυθιστορήματος βρίσκεται στην «κοινωνική διάστασή» του, καθώς ο Trevanian αποδίδει μικρότερη σημασία στο κυνήγι του δολοφόνου και σαφώς υπερτονίζει τα χαρακτηριστικά μιας ανομοιογενούς τάξης, που παλεύει κάτω από σκληρές έως και απάνθρωπες συνθήκες για την καθημερινή της επιβίωση. Ο συγγραφέας καταφέρνει με αληθινά μαεστρικό τρόπο να αναπλάσει έναν εξαθλιωμένο μικρόκοσμο, που παλεύει να εξασφαλίσει τα ελάχιστα απαραίτητα, περιφερόμενος σαν θλιμμένος κομπάρσος στο ζοφερό κλίμα παλιού ασπρόμαυρου νουάρ.
Και στο επίκεντρο κινείται ο υπαστυνόμος Λαπουάντ. Ο Trevanian δημιουργεί έναν εξαιρετικό κεντρικό ήρωα, που φέρνει στο μυαλό κλασικούς ήρωες από την κινηματογραφική οθόνη, καθώς ακολουθεί αρκετά στερεότυπα και κλισέ, κατορθώνοντας ωστόσο να διατηρήσει την ιδιαίτερη και ιδιόρρυθμη μοναχική του προσωπικότητα. Ο Adrien Battini βρίσκει κοινά σημεία με τον Βρώμικο Χάρι του Κλιντ Ιστγουντ, όσον αφορά στην αντίσταση του Λαπουάντ στην εξουσία των ανωτέρων και την τήρηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιεί τη δική του εξουσία, χρησιμοποιώντας βία κατά μαρτύρων ή υπόπτων. Στην εξέλιξη όμως της πλοκής, η προσωπικότητα του ηλικιωμένου υπαστυνόμου απογυμνώνεται σταδιακά και αποκαλύπτεται ότι κατατρύχεται από τύψεις και ενοχές, κρύβει βαθιά μέσα του χαίνουσες πληγές και κρατάει φυλακισμένες μέσα του ανομολόγητες επιθυμίες. Το νοιάξιμο για τους φτωχοδιάβολους της Λεωφόρου, τα πραγματικά συναισθήματά του για τη νεαρή πόρνη που μαζεύει από τον δρόμο αναδεικνύουν το προφίλ ενός τσακισμένου αλλά βαθιά ευαίσθητου ανθρώπου.
Η γραφή του Trevanian κινείται σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται μέγας τεχνίτης, καθώς χειρίζεται με μοναδικό τρόπο τη γλώσσα και επιτυγχάνει να ολοκληρώσει με μοναδικό τρόπο ένα βαθύτατα ανθρώπινο έργο, τονίζοντας σκληρά τη ρεαλιστικότητα της ιστορίας και αποφεύγοντας να πέσει στην παγίδα του μελοδραματισμού. Στέρεα δομημένοι χαρακτήρες, από τους πρωταγωνιστές μέχρι τους μικρούς, δευτερεύοντες ρόλους, πλούσια και ταυτόχρονα ρεαλιστική περιγραφή των συναισθημάτων και πειστικότατη, ανάγλυφη αναπαράσταση της μικρής γειτονιάς συντελούν στη δημιουργία μιας μοναδικής ατμόσφαιρας, που αποπνέει απελπισία και παραίτηση. Αν ήθελε να συμπυκνώσει κανείς την ουσία αυτής της λογοτεχνικής πρότασης, θα έλεγε ότι η «Λεωφόρος» είναι ένα βαθιά ανθρώπινο νουάρ μυθιστόρημα. Μελαγχολικό, ευαίσθητο, γεμάτο συγκίνηση και ανθρώπινο πόνο.
«Gravesend»: το «στρατόπεδο» των ηττημένων
Στη συνέχεια το «Gravesend» του William Boyle, επίσης από τις εκδόσεις Πόλις (μτφ. Αλκηστις Τριμπέρη). Στο πρώτο του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει σε μια φτωχογειτονιά του Μπρούκλιν, στο Γκρέιβσεντ, όπου διαμένουν πολλοί κάτοικοι με ιταλική και ρωσική καταγωγή. Η αφετηρία της ιστορίας είναι η αποφυλάκιση του Ρέι Μπόι, ενός νεαρού που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Ντάνκαν, ενός νεαρού ομοφυλόφιλου από τη γειτονιά τους, με τη συνδρομή της μικρής του συμμορίας. Ο αδελφός του Ντάνκαν, ο νεαρός Κόνγουεϊ, ζει και αναπνέει με την προσμονή της εκδίκησης. Αμέσως μετά την αποφυλάκιση του Ρέι, ο Κόνγουεϊ προσπαθεί να τον σκοτώσει, αλλά η εξέλιξη ανατρέπει την κλασικά αναμενόμενη συνέχεια. Ο Κόνγουεϊ αποδεικνύεται αδύναμος να εκτελέσει τον δολοφόνο του αδελφού του και ο βασικός λόγος είναι ότι ο Ρέι μετά την παραμονή του επί δεκαέξι χρόνια στη φυλακή επιστρέφει στη γειτονιά τους εντελώς αναμορφωμένος. Φαίνεται μεταμελημένος και αποφεύγει κάθε επαφή με την παλιά συμμορία που δολοφόνησε τον Ντάνκαν. Φτάνει στο σημείο να παρακαλεί τον Κόνγουεϊ να τον σκοτώσει για να λάβει την τιμωρία που του αξίζει και προσφέρεται να τον βοηθήσει ο ίδιος να ξεπεράσει τους δισταγμούς και την αδυναμία του.
Οπως στη «Λεωφόρο», έτσι και στο «Gravesend» η πλοκή καθαυτή αποτελεί μάλλον δευτερεύον στοιχείο. Ο συγγραφέας αποδίδει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην περιγραφή μιας κοινωνίας σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Λες και μεταφορικά περιγράφει μια σκηνή εγκλήματος, όπου το πτώμα ανακαλύπτεται ύστερα από κάμποσες μέρες και στον χώρο επικρατεί απόλυτα μια ατμόσφαιρα δυσοσμίας λόγω της σήψης του νεκρού σώματος, προκαλώντας την έκρηξη όξινων πιδάκων από το στομάχι προς τον οισοφάγο.
Οι χαρακτήρες του Boyle διαφέρουν από τους χαρακτήρες του Trevanian. Είναι βουτηγμένοι σε ακόμα βαθύτερα σκοτάδια. Είναι σε νεαρότερη ηλικία κι αυτό ακριβώς κάνει ακόμα πιο εφιαλτικό το σκηνικό όπου κινούνται. Ενα σκηνικό ανεκπλήρωτων επιθυμιών, οργής, απελπισίας και έλλειψης κάθε μορφής ενσυναίσθησης. Ενα απέραντο στρατόπεδο, όπου οι νέοι νιώθουν φυλακισμένοι, χωρίς καμιά έξοδο κινδύνου να αποδράσουν σε μια καλύτερη ζωή. Εχουν αποδεχθεί πλήρως τη μοίρα τους και έχουν οδηγηθεί στον δρόμο για την τελική ήττα, παραιτημένοι ακόμα και από τα όνειρά τους. Αν ο θάνατος αποτελεί τελικά μια εναλλακτική διέξοδο, μια λυτρωτική λύση, στις σελίδες του βιβλίου υπάρχει πολύ αίμα… Και πολύς θάνατος.
Σε αντίθεση με το λογοτεχνικό ύφος γραφής του Trevanian, ο Boyle επιλέγει ένα λιτό, σκληρό, σχεδόν ωμό ύφος για να περιγράψει την πορεία των παραιτημένων, ηττημένων νεαρών ηρώων σ’ έναν διαλυμένο κόσμο χωρίς το παραμικρό παράθυρο αισιοδοξίας, έναν κόσμο όπου βαδίζουν νομοτελειακά προς το καταστροφικό τέλος. Ακόμα κι αυτοί που επιβιώνουν και περιφέρονται στους ερημικούς δρόμους της γειτονιάς σαν ζόμπι, δεν μπορούν τελικά να ξεφύγουν από αυτό το τέλος.
Εξαιρετικοί χαρακτήρες που μπορεί για ορισμένους να θυμίζουν – στο αισιόδοξο σενάριο – τον Μάρλον Μπράντο στο «Λιμάνι της αγωνίας» ή και τον Τζέιμς Ντιν στο «Επαναστάτης χωρίς αιτία» και για κάποιους άλλους – το απαισιόδοξο σενάριο – να προσεγγίζουν περισσότερο στον λοβοτομημένο Τζακ Νίκολσον στη «Φωλιά του κούκου». Ολοι σκιαγραφούνται με χειρουργική ακρίβεια και μας αναγκάζουν να παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την κατάδυσή τους στη σκοτεινή άβυσσο. Πέραν αυτού, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει μια εκπληκτική ατμόσφαιρα πόνου και ζόφου, εκεί όπου κυριαρχούν, μέσα και γύρω από τους ήρωες, η οργή, η απελπισία και τελικά το απόλυτο σκοτάδι. Η συμπύκνωση και εδώ: το «Gravesend» είναι κάτι περισσότερο από ένα βαθιά ανθρώπινο μελαγχολικό νουάρ μυθιστόρημα. Για όσους αντέχουν να ζήσουν, έστω για λίγο στο σκοτάδι. Ρίχνει δυνατές συνεχόμενες γροθιές στο στομάχι και σου ξεριζώνει την καρδιά.
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Από το Μεταίχμιο κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Σκοτεινός Λαβύρινθος»
Trevanian
Η λεωφόρος;
Μτφ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Πόλις, σελ. 437
Τιμή: 16 ευρώ
William Boyle
Gravesend
Μτφ. Αλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις, σελ. 336
Τιμή: 15 ευρώ