Αλληγορία ή θρησκευτική παραβολή, γοτθικό μυστήριο με ψυχολογικές προεκτάσεις, σάτιρα του φανατισμού ή μελέτη της ολοκληρωτικής σκέψης, το «μετα-μυθιστόρημα» του Τζέιμς Χογκ, του ποιητή – βοσκού του Ετρικ (όπως υπέγραφε συχνά), είναι ένα πανηγύρι αφηγηματικής ελευθερίας. Δημοσιευμένο ανώνυμα το 1824, άφησε μουδιασμένους τους λιγοστούς αναγνώστες του (τα χίλια αντίτυπα που κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο Longman έμειναν σχεδόν όλα απούλητα και τα κέρδη του συγγραφέα από τα πνευματικά δικαιώματα μετά βίας έφτασαν τις 2 λίρες) και ξένισε την κριτική με την εκκεντρική δομή του, που καταπατούσε ευφρόσυνα κάθε ισχύοντα κανόνα. Kαι ύστερα, ξεχάστηκε.
Θα περνούσε ένας ακριβώς αιώνας για να ανακαλύψει τις Εξομολογήσεις ο Αντρέ Ζιντ και να επανασυστήσει το έργο. Εχοντας δανειστεί το βιβλίο από τον βρετανό κριτικό Ρέιμοντ Μόρτιμερ, το διάβασε σ’ ένα ταξίδι του στο Αλγέρι, και, όπως θα σημείωνε αργότερα, βυθίστηκε «κατάπληκτος και θαμπωμένος» στο κείμενο και θαύμασε το βάθος των ηθικών του ερωτημάτων, τη συναρπαστική αποτύπωση της ψυχικής διαταραχής. Λίγα χρόνια αργότερα, γράφοντας την εισαγωγή για την έκδοση των Εξομολογήσεων που κυκλοφόρησε το 1947, θα διερωτηθεί: «Πώς εξηγείται να έχει μείνει στην αφάνεια ένα έργο τόσο μοναδικό και τόσο διαφωτιστικό, τόσο έξοχα κατασκευασμένο ώστε να προκαλεί παθιασμένο ενδιαφέρον σ’ εκείνους που καλλιεργούν θρησκευτικούς και ηθικούς προβληματισμούς, αλλά, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και στους ψυχολόγους, στους καλλιτέχνες και πάνω απ’ όλα στους σουρεαλιστές;».
Εργο επηρεασμένο εν μέρει από τα Ελιξίρια του διαβόλου του Ε.Τ.Α. Χόφμαν (1815), οι Εξομολογήσεις παρακολουθούν την ιλιγγιώδη πτώση του απεχθούς Ρόμπερτ Ρίνγκιμ, του «δικαιωμένου αμαρτωλού» του τίτλου. Δευτερότοκος γιος μιας θρησκομανούς μητέρας, αποξενωμένος από τον πρωτότοκο αδελφό του, Τζορτζ Κόλγουαν, με τον οποίο βρίσκεται σε μόνιμη αντιδικία, κατακερματισμένος ψυχικά, ο Ρίνγκιμ μεγαλώνει πλάι σ’ έναν άκαμπτο ιερέα, «φανατικό θιασώτη του προκαθορισμού», που τον πείθει ότι είναι εκλεκτός του Θεού και η λύτρωσή του προαποφασισμένη, οπότε δεν έχει να ανησυχεί για το επέκεινα. Τη βεβαιότητα αυτή την καλλιεργεί με όλους τους τρόπους ο πιθανότατα φανταστικός του φίλος Γκιλ Μάρτιν, εν μέρει doppelganger και εν μέρει Διάβολος, που τον ερεθίζει και τον ποδηγετεί, ωθώντας τον στην παρεκτροπή, πείθοντάς τον να εγκληματήσει στο όνομα της πίστης· έρμαιο των επιταγών του, ο αδελφοκτόνος, μοιχός, καταχραστής, ενδεχομένως μητροκτόνος Ρίνγκιμ, ο αντινομικός που λακτίζει τον ηθικό νόμο, «πλάσμα ακαταλόγιστο», διχασμένο αφού «φαντάζεται τον εαυτό του ως δύο ανθρώπους», «πλάσμα που δεν κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό», ένας πρώιμος δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ, θα οδηγηθεί κυνηγημένος από τα φαντάσματά του στην αυτοκτονία.
Παίζοντας με το καλβινιστικό δόγμα του απόλυτου προορισμού και με τις ιδέες γύρω από την ελεύθερη βούληση – με το αν η σωτηρία ή η καταδίκη μας συνδέεται με τις πράξεις μας ή με την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού – ο Χογκ μια μόνο βεβαιότητα διατρανώνει: ότι το κακό ελλοχεύει στην καρδιά της εξωτερικά πολιτισμένης αλλά στο βάθος τραχιάς και βίαιης Σκωτίας των αρχών του 18ου αιώνα. H Γλασκώβη είναι ένα θερμοκήπιο θρησκευτικού φανατισμού· το Εδιμβούργο, όπου εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος της δράσης, μια πόλη σε αναβρασμό, όπου ξεσπούν κάθε τόσο συμπλοκές μέχρις εσχάτων· και οι ερημότοποι γύρω από τις μεγάλες πόλεις, τυλιγμένοι σε «πέπλα λευκής καταχνιάς», ευνοούν τα οράματα και τις παραισθήσεις των ψυχικά τυραννισμένων ζηλωτών, όπως ο παραπλανημένος Ρίνγκιμ, ο εξολοθρευτής άγγελος που σκοτώνει για να αποκαθάρει την Εκκλησία από τους αμαρτωλούς, διατρανώνοντας «Είμαι το ξίφος του Κυρίου, η Πείνα και ο Λοιμός είναι αδέρφια μου».
Μείξη ειδών
Το βιβλίο, με τις πολλές δυσκολίες του οποίου κονταροχτυπήθηκε επάξια η Ιωάννα Ηλιάδη, είναι μια τολμηρή μείξη ειδών: πρώτος αφηγητής είναι ο «εκδότης» που βασίζει το σαρδόνιο χρονικό του σε μια «λεπτομερή παράθεση παράξενων παραδοσιακών διηγήσεων και άλλων στοιχείων» και στη συνέχεια παίρνει τον λόγο ο «δικαιωμένος αμαρτωλός» αυτοπροσώπως· η εξιστόρηση διανθίζεται από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, «αυθεντικές» επιστολές, αποσπάσματα ημερολογίων, νομικά έγγραφα, παραδοσιακούς σκωτσέζικους θρύλους – κι όλα αυτά συνθέτουν μια περίπλοκη δομή, η οποία καταλήγει, παιγνιωδώς, σε φάρσα, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας αμφισβητεί την πατρότητα του κειμένου του. Η διπλή αφήγηση υπογραμμίζει την εγγενή αναποτελεσματικότητα των αφηγηματικών μορφών, όταν αναλαμβάνουν να διερευνήσουν την αινιγματική φύση της εμπειρίας. Το ανεξήγητο δεν μπορεί να αποτυπωθεί γραμμικά, γιατί αλλιώς θα γίνει «ένας ιστός ψευδών». Οι δυο ασύμβατες εκδοχές των γεγονότων πυκνώνουν το μυστήριο. Χώρος άπλετος παραχωρείται στο υπερφυσικό, το παράλογο και το φανταστικό, αλλά κυρίως στο διφορούμενο. Είναι αμφίβολο αν ο Γκιλ Μάρτιν είναι ένας αβρός διάβολος, ή δημιούργημα της βασανισμένης ψυχής του Ρίνγκιμ· αν η μοιραία μορφή που ακολουθεί κατά πόδας τον Τζορζ Κόλγουαν είναι ο Ρίνγκιμ ή ο Γκιλ-Μάρτιν με τη μορφή του Ρίνγκαμ ή κάποιο φάντασμα· αν ο Ρίνγκιμ ωθείται στην αυτοκτονία από τον διάβολο, από τη φαντασία του, από τον στρεβλό αντινομισμό του, από τον θρησκευτικό εξτρεμισμό του.
«Γεννήθηκα απόκληρος στον κόσμο, όπου προοριζόμουν να διαδραματίσω εξέχοντα ρόλο», εξομολογείται ο Ρίνγκιμ, εξηγώντας έμμεσα την παρέκκλισή του προς τον απόλυτο αρνητισμό. «Είναι ένας ζηλωτής από εκείνους που πιστεύουν ότι ο κόσμος θα θεραπευτεί μόνο αν απαλλαγεί από τους αποστάτες, τους αμαρτωλούς, από εκείνους που δεν συμμερίζονται την απόλυτη αλήθεια της πίστης τους», έγραψε ο Iαν Ράνκιν – μεγάλος θαυμαστής του «πρώτου σκωτσέζου συγγραφέα που έκανε ήρωά του έναν σίριαλ κίλερ», καθώς λέει – συνδέοντας την εναντίωση του Χογκ στη θρησκευτική αδιαλλαξία με την ανησυχητική αναβίωση των κάθε λογής εξτρεμισμών. Ενας ακόμη λόγος για να διαβάσουμε τις συναρπαστικές Εξομολογήσεις υπό το φως του παρόντος.
James Hogg
«Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού»
Εισαγωγή – μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 409