Η ιδέα να απευθυνθούμε στους δέκα νέους συγγραφείς για τις μικροαφηγήσεις πίσω από τα κλισέ προέκυψε από την πρόσφατη έκδοση «Το μυστικό» (εκδ. Καστανιώτη), όπου μαζί με άλλους επτά «ομοτέχνους» τους (Ευγενία Δούρου, Κατερίνα Καζολέα, Λένα Κομίνη, Αννα Μερτζάνη, Ντομινίκ Ανδρεάδου – Μολίν, Αθηνά Μπαλή, Μαρίνα Τουπάι) έγραψαν ιστορίες για κάποιο μυστικό που αποκαλύφθηκε ή έμεινε για πάντα κρυμμένο. Οπως το προσωπικό πάθος που ανακαλεί η γιαγιά Μέλπω από το 1948, πίσω από το οποίο διαγράφεται η εμφυλιακή πληγή της Ελλάδας, στο διήγημα του Γιώργου Γορανίτη. Ή όπως το μυστηριώδες κίνητρο που ωθεί τους ηθοποιούς να ανατρέπουν τη σκηνοθετική γραμμή στις αθηναϊκές παραστάσεις, όπου εμφανίζονται, στην «Επανάσταση των ρόλων» της Κατερίνας Καζολέα: «Τα κρούσματα πλήθαιναν. Σε μια έκλαμψη ευφυΐας ο Οθέλλος κατάλαβε την ίντριγκα και τον φθόνο του Ιάγου δυο – τρία λεπτά πριν πνίξει τη Δυσδαιμόνα. Ο Γκοντό εμφανίστηκε, αν και λίγο καθυστερημένος, στο ραντεβού με τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι, παρά τη μεγάλη ευκαιρία, δεν μπόρεσαν να τον ρωτήσουν τίποτα, γιατί και μόνο που τον είδαν να έρχεται κατουρήθηκαν πάνω τους». Από μια συγκυρία, στο 1948 και στον ελληνικό Εμφύλιο επιστρέφει και η Λένα Κομίνη με το «Αγιόκλημα», όπου το μυστικό που δεν μπορεί να κρατήσει η Ρίτα κοστίζει μια ανθρώπινη ζωή μέσα στο ασφυκτικό και κλειστοφοβικό σύμπαν της εποχής.

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Το χωροχρονικό φλασμπάκ από τη σύγχρονη εποχή σε «φορτισμένες» δεκαετίες (και στην «Εγγλεζού» της Ολγας Κοζάκου – Τσιάρα), η διήγηση μέσα στη διήγηση (όπως στον «Πειρασμό» της Δήμητρας Λουκά), η μείξη πραγματικότητας και φαντασίας («Το κομοδίνο» της Αννας Μερτζάνη), το άγχος της γραφής («Ο συγγραφέας» της Αθηνάς Μπαλή) είναι μοτίβα που επανέρχονται μέσα στη συλλογή των 17 διηγημάτων. Αλλά το κέντρο βάρους – είτε στα αξιοπρεπή δείγματα γραφής είτε στις ευρηματικές ιδέες – είναι η χρήση της γλώσσας που επιβάλλει την ξεχωριστή «αρχιτεκτονική» σε κάθε αφήγημα. Μπορεί η μνήμη να είναι «το μέσο που χρησιμοποιεί κανείς προκειμένου να πει μια ιστορία, τη δική του ή και των άλλων», όπως λέει ο Γιάννης στο «Μal du depart» της Ηλιάνας Κωτσίλα, αλλά για να γίνει πιστευτός δεν μπορεί παρά να επιστρατεύσει τα κατάλληλα γλωσσικά εργαλεία. Οι πειραματισμοί ως προς το ύφος είναι αναμενόμενοι, λοιπόν, για τους 17 συγγραφείς, οι οποίοι προέρχονται από τα μαθήματα δημιουργικής γραφής της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που είχε και την επιμέλεια του τόμου. Στην εισαγωγή γράφει η ίδια: «Στην καρδιά κάθε ενδιαφέρουσας αφήγησης υπάρχει ένα μυστικό, κάτι που δεν γνωρίζει ο αφηγητής, ή ο αναγνώστης, ή και οι δυο τους, ένας ρευστός, απροσδιόριστος πυρήνας που μας κάνει να σκιρτούμε όταν κάποιος ψιθυρίζει… Κι ύστερα σιγά σιγά ο καθένας σας ξεμάκρυνε κι άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα του». Η συλλογή συμπληρώνεται με το 18ο διήγημα, την «Ψυχολογία συριανής συζύγου», γραμμένη με το ψευδώνυμο Χριστίνα Ροΐδη (ένας ή μία από τους 17 συγγραφείς), που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί τη φεμινιστική απάντηση της συμβίας του προς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος τη διασύρει πανηγυρικά: «Εκράτησα μέσα μου την χαράν καλώς κελιδωμένη, έως μανδαλωμένην, και ουδέν του απεκάλυψα. Ας παραμείνει με την εικόνα μου ως αφελούς, κοκέτας και ωραιοπαθούς συμβίας».