Πολιτικά αποδυναμωμένη η κυβέρνηση από το Σκοπιανό, επισπεύδει τη ζαριά των αγορών και παίρνει θέση με το τελευταίο πακέτο παροχών στην τελική ευθεία για τις κάλπες.
Την επόμενη μέρα από την επικύρωση της Βόρειας Μακεδονίας, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει, σε κάθε περίπτωση, μικρό χρονικό ορίζοντα μπροστά της και περιορισμένες επιλογές. Και, αν ο προγραμματισμός της ηγεσίας της είναι να γίνουν οι εκλογές τον Μάιο, θα πρέπει έως τότε να έχει επιτευχθεί τουλάχιστον μία έξοδος στις αγορές, να έχει αυξηθεί ο κατώτατος μισθός με βάση τις εξαγγελίες της και να διανεμηθεί το στεγαστικό επίδομα ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις κάλπες, πριν ξεχαστούν οι χριστουγεννιάτικες παροχές με το κοινωνικό μέρισμα, τα αναδρομικά των ενστόλων και η μη περικοπή των συντάξεων.
Ετσι κι αλλιώς, το αμέσως επόμενο διάστημα προτεραιότητα έχει η έξοδος στις αγορές. Η κυβέρνηση θα επιχειρήσει με μία έκδοση μικρής διάρκειας (πενταετούς) να δοκιμάσει τη δική της προεκλογική τύχη στις αγορές, γιατί η τύχη της χώρας σ’ αυτές είναι προδιαγεγραμμένη με όσα συμβαίνουν στην πραγματική οικονομία. Ευελπιστούν στο οικονομικό επιτελείο ότι το αποτέλεσμα της έκδοσης θα ενισχύσει το κυβερνητικό αφήγημα περί επιστροφής στην κανονικότητα, αν και αυτό ουδόλως συμμερίζονται αξιόπιστοι παράγοντες της οικονομίας και στελέχη της αγοράς. Γιατί, όπως οι ίδιοι εξηγούν, λεφτά υπάρχουν με το τσουβάλι στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων της Ισπανίας και της Ιταλίας που υπερκαλύφθηκαν επί το πολλαπλάσιο, αλλά κοστίζουν ακριβά για την Ελλάδα. Πράγματι οι δύο αυτές χώρες συγκέντρωσαν μεγάλες προσφορές καταφέρνοντας να δανειστούν με ελκυστικά επιτόκια, κάτι το οποίο δεν ισχύει για την περίπτωση της Ελλάδος.
Το ενδεχόμενο να δανειστούμε και αυτή τη φορά ακριβά παραμονεύει, αν δει κανείς τις σημερινές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε σύγκριση με αυτές των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι η νέα έκδοση να αποτελέσει όχι την αφετηρία της επιστροφής στην κανονικότητα που υπόσχεται η κυβέρνηση, αλλά την έναρξη ενός νέου κύκλου αναταράξεων στην αγορά των ελληνικών ομολόγων, όπως συνέβη, άλλωστε, με την προηγούμενη ανάλογη απόπειρα το 2018. Το επταετές ομόλογο που εκδόθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο τιμολογήθηκε ακριβά από τις αγορές με την απόδοσή του να αυξάνεται ακόμη περισσότερο στη συνέχεια, χωρίς έως σήμερα να έχει επιστρέψει στα αρχικά επίπεδα της έκδοσης. Ο λόγος; Η έλλειψη εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στην οικονομική πολιτική, η συσσώρευση και διόγκωση αντί για τη λύση των μεγάλων προβλημάτων.
Το φάντασμα της αποτυχημένης έκδοσης του 2018 επιστρέφει. Γιατί, όπως εξηγούν όσοι μπορούν να ερμηνεύουν σωστά τα μηνύματα των αγορών, οι ξένοι επενδυτές ανησυχούν ιδιαίτερα για τη μεγάλη βόμβα των αναδρομικών, η οποία απειλεί να βυθίσει τον προϋπολογισμό και θα ανατρέψει τη δημοσιονομική ισορροπία, έχουν ενστάσεις για το ύψος των προεκλογικών αυξήσεων στον κατώτατο μισθό συγκριτικά με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενώ δεν βλέπουν δραστικές λύσεις για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Πάνω απ’ όλα, βλέπουν μια οικονομία που δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι, παρά τα οκτώ χρόνια βαθιάς κρίσης και τα τρία σκληρά Μνημόνια που πέρασαν από πάνω της.