Η κυβέρνηση δηλώνει υπερήφανη για τη συμφωνία με την οποία η ΠΓΔΜ αναγνωρίστηκε ως Βόρεια Μακεδονία. Είναι δικαίωμά της. Δεν θα πρέπει όμως να αισθάνεται καθόλου υπερήφανη για τον τρόπο που χειρίστηκε ένα εθνικό θέμα το οποίο αγγίζει τις ευαισθησίες της μεγάλης πλειονότητας των ελλήνων πολιτών. Οφειλε να ενώσει η κυβέρνηση και όχι να διχάσει. Οφειλε να εργαστεί για τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων – αντίθετα εργάστηκε για τη διάσπασή τους. Οφειλε να ζητήσει τη συνδρομή πρώην υπουργών Εξωτερικών που είχαν διαπραγματευτεί το θέμα του ονόματος – αντίθετα λειτούργησε εν κρυπτώ.

Αυτοί είναι βασικοί λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι περισσότερο εγκρατής στα αισθήματά της. Οπως ασφαλώς και για το γεγονός ότι η χώρα μας αναγνώρισε πως μια χώρα που λέγεται Βόρεια Μακεδονία δεν κατοικείται από Βορειομακεδόνες αλλά απλώς από Μακεδόνες που μιλούν μάλιστα τη μακεδονική γλώσσα. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στο νέο όνομα της χώρας και την εθνότητα και τη γλώσσα αφήνει μια πικρή γεύση σχεδόν σε όλους τους έλληνες πολίτες – τόσο οι διαδηλώσεις όσο και οι δημοσκοπήσεις είναι αδιάψευστος μάρτυρας.

Εχει λοιπόν σημασία πώς θα διαχειριστεί αυτό το χάσμα η κυβέρνηση στο εξής. Θα συνεχίσει να διχάζει και να χαρίζει στην Ακρα Δεξιά όποιον δεν συμφωνεί μαζί της; Ή θα αναλάβει τις ευθύνες της και θα προσπαθήσει να ενώσει; Θα πράξει το πρώτο εάν χρησιμοποιήσει και πάλι το εθνικό αυτό θέμα για τους δικούς της σκοπούς. Το δεύτερο, εάν αντιληφθεί ότι η επόμενη ημέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι για τους έλληνες πολίτες μια επώδυνη πραγματικότητα. Η επιλογή της θα δείξει εάν θα πορευτεί στον δρόμο της μικροκομματικής ανευθυνότητας. Ή σε εκείνον του εθνικού συμφέροντος.