Συλλαλητήρια με τσαρούχια, ράσα και εθνικές ενδυμασίες, φασισταριό και παρακράτος, συν εκείνο το κτητικό «μας» -η Μακεδονία μας- που χρησιμοποιούμε όταν φοβόμαστε πως θα μας πάρουν τα παιχνίδια. Κι ανάμεσα στον συρφετό, οπαδοί φιλελεύθερων κομμάτων που εύχονται, με τον τρόπο τους, να γίνουμε «κανονική» χώρα. Όλο το πολιτικό φάσμα είναι άρρωστο -όλο- αλλά πιο άρρωστος είναι ο σοφός λαός «μας». Ο έξαλλος πατριωτισμός και ο εξαιρετισμός αποκαλύπτουν το ελληνικό κόμπλεξ: αποδεικνύεται ότι στα οκτώ χρόνια της οικονομικής κατάρρευσης δεν καταλάβαμε τίποτα ούτε για τις διεθνείς σχέσεις, ούτε για τον εαυτό μας.
Η δημόσια συζήτηση για τη Μακεδονία ήταν χαοτική, όπως όλες οι δημόσιες συζητήσεις στην Ελλάδα, και οι χειρισμοί της κυβέρνησης όξυναν τον διχασμό και επιδείνωσαν τη σύγχυση. Είναι γνωστό ότι η κυβέρνησή «μας» δεν ενδιαφέρεται για όλους τους Έλληνες· ενδιαφέρεται μόνο για τους αριστερούς Έλληνες και για όσους μπορεί να κολακέψει με παροχές και θέσεις στο δημόσιο. Από την άλλη πλευρά, αναρωτιέμαι πόσοι από μας μπήκαμε στον κόπο να διαβάσουμε το κείμενο αυτής της ήδη περιβόητης συμφωνίας: το σίγουρο είναι ότι η αντιπολίτευση χρησιμοποιεί τον εθνικισμό και την άγνοια για να χτυπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, η γελοιότητα του οποίου δεν θα έπρεπε να καταγγέλλεται με εθνικιστικό παραλήρημα. Εξάλλου, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ επεξεργάστηκε τη συμφωνία με τη χαρακτηριστική του επιπολαιότητα, επιτάχυνε μια λύση. Νομίζω ότι και καλύτεροι πολιτικοί θα έφερναν περίπου το ίδιο αποτέλεσμα.
Οι εθνικιστικές εκδηλώσεις υπονομεύουν τις σχέσεις μας στα Βαλκάνια, και μας αποπροσανατολίζουν από τους αληθινούς κινδύνους (Τουρκία, Ισλάμ) κι από τα αληθινά μας προβλήματα: εκείνα της οικονομίας, της κοινωνικής οργάνωσης, της διοίκησης, της παιδείας, της πολιτικής εκπροσώπησης, της ευνομίας και του κράτους δικαίου.
Τούτου λεχθέντος, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ξανά και ξανά τον αριστερό αυταρχισμό που δεν διαφέρει σε τίποτα από τον δεξιό αυταρχισμό εκτός από το ποιος ορίζεται ως εχθρός. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, όποιος δεν πάει με τα νερά του είναι είτε φασίστας, είτε προβοκάτορας, είτε δωρολήπτης και πληρωμένος πράκτορας. Είτε «σεσημασμένος αντικομμουνιστής», όπως είπε προ ημερών στη βουλή ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ χωρίς να ντρέπεται (η έλλειψη ντροπής, ενοχής, ενσυναίσθησης είναι σύμπτωμα τρέλας). Το ΚΚΕ και οι θαυμαστές του -πολλοί περισσότεροι απ’ όσοι καταγράφονται εκλογικά- κρατούν τεφτέρι με τους αντικομμουνιστές για να τους κρεμάσουν στην εντελώς απίθανη περίπτωση της λενινιστικής επανάστασης. Να σε τι είδους χώρα ζούμε.
Σε χώρα μαρασμού και τέλματος, όπου προσπαθούμε να τη βγάλουμε τσούκου-τσούκου: φαυλοκρατία, ιδεοληψία, κοινωνικό μίσος, ανομία. Περιέργως, όλα αυτά μας φαίνονται φυσιολογικά και τροφοδοτούν τα εθνικιστικά μας αισθήματα. Γιατί ακριβώς νιώθουμε εθνικώς υπερήφανοι, δεν ξέρω. Ελλείψει επιτευγμάτων τα τελευταία 2.000 χρόνια (οι μνήμες της δόξας είναι νωπές…!) ξεθάβουμε την αθηναϊκή δημοκρατία και τον Μεγαλέξανδρο, το αρχαίο κλέος το οποίο ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν. Αλλά αν δούμε με εντιμότητα τα πεπραγμένα μας θα έπρεπε να ντρεπόμαστε.
Ακούω συχνά για το πόσο διαπρέπουμε «στο εξωτερικό». Reality check: πρώτον, δεν διαπρέπουμε περισσότερο από άλλους λαούς· όπως είναι φυσικό, μαθαίνουμε για όσους διαπρέπουν, όχι για όσους παραμένουν ανώνυμοι Ελληνάρες -δεύτερον, στο στοιχείο αυτό της εθνικής υπερηφάνειας εμπεριέχεται μια αντίφαση: γιατί διαπρέπουμε, αν διαπρέπουμε, εκτός Ελλάδας και όχι εντός; Η απάντηση έχει δοθεί. Επίσης, με την ευκαιρία των «εθνικών θεμάτων» γίνεται πολύς λόγος για την ελληνική ψυχή. Ας μας εξηγήσει κάποιος τι είναι αυτό εκτός από την αγελαία συμπεριφορά, από τα υπνωτισμένα πλήθη τα επιρρεπή σε μίσος και φοβίες κι από τα οποία, παρά την εμβατηριακή μουσική μας παράδοση που τα εξυμνεί, λείπει η ποιητικότητα και το μεγαλείο. Πράγματι, ο εχθρός της εξυπνάδας και της σύνεσης δεν είναι ο μεγάλος αριθμός· είναι μάλλον ο κομφορμισμός: οι αγανακτισμένοι που ακολούθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ με κριτήριο τον αντιδυτισμό, την τσέπη και το βόλεμά τους κατεβαίνουν τώρα σε συλλαλητήρια κραυγάζοντας «Προδοσία!» «Εφιάλτες!» «Δωσίλογοι!»
Στο μεταξύ, τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης καθαγιάζουν τη «λαϊκή» οργή, τροφοδοτούν τον φανατισμό και επικροτούν την άγνοια. Στην άγνοια επί του προκειμένου περιλαμβάνεται το απλό γεγονός ότι πολλές γεωγραφικές περιοχές στον κόσμο που ανήκουν σε διαφορετικά κράτη έχουν το ίδιο όνομα: η Κάτω Καλιφόρνια είναι περιοχή του Μεξικού, η δυτική Μολδαβία είναι περιοχή της Ρουμανίας, ενώ η ευρύτερη περιοχή του Λουξεμβούργου περιλαμβάνει το Βελγικό Λουξεμβούργο. Μπορώ να αραδιάσω κι άλλα παραδείγματα – πράγματι, το ζήτημα δεν είναι τόσο «απλό». Αλλά γιατί τα σύνθετα ζητήματα πρέπει να σέρνονται μέσα στους αιώνες; Μια καλούτσικη λύση είναι προτιμότερη από τη μη-λύση.
Αν ήμασταν όντως «εθνικώς υπερήφανοι» δεν θα φοβόμασταν τους μύθους μιας μικρής χώρας που θέλει να γίνει μέλος του πολιτισμένου κόσμου. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αντίθεση στη συμφωνία που προσπαθεί να επιβάλει ο κ. Τσίπρας με το γνωστό ύφος της πινακοθήκης τεράτων· το πρόβλημα είναι ότι, με αυτή την αφορμή, συμβαίνουν όλα τα άσχημα πράγματα που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία: φασιστική, σοσιαλφασιστική και «αντιεξουσιαστική» βία, παραλήρημα αναχρονιστικού αλυτρωτισμού, παρέμβαση της Εκκλησίας στην πολιτική και των αστεριών της λαϊκής πίστας, των έντεχνων και μπουζουκτσήδων. Κι ένα κοινοβούλιο που μοιάζει με ζωοπανήγυρη.
Λαός: μια οντότητα που μοιάζει με τον Θεό και στο όνομα του οποίου μιλάνε οι άρχοντες και όσοι θέλουν να τους γκρεμίσουν. Στο ελληνικό λαϊκό κίνημα συναγελάζονται βάνδαλοι και πλήθη χωρίς ατομική ταυτότητα που αναζητούν νόημα μέσα από μια ταυτότητα συλλογική, η οποία δήθεν απειλείται από όσους μας φθονούν. Τι έχουμε για να προκαλούμε τον φθόνο; Το ότι μπήκαμε από την πίσω πόρτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου μόνο προβλήματα δημιουργούμε. Και που δεν αξιοποιήσαμε επαρκώς για την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας, για τον εξευρωπαϊσμό που θα την απάλλασσε από τη μιζέρια των τσαρουχιών.