Την περασμένη Δευτέρα, 21 Ιανουαρίου, το Ποτάμι οργάνωσε μια εκδήλωση με τον ελαφρώς υπερφίαλο τίτλο «Εδώ μιλούν οι τολμηροί – Μακεδονικό. Η συζήτηση που δεν έγινε».
Στο Ζάππειο μαζεύτηκαν διάφοροι τολμηροί και όντως απέδειξαν ότι η μεταξύ τους συζήτηση ούτε είχε γίνει ούτε θα μπορούσε να γίνει, όσο τολμηροί κι αν ήταν.
Για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι συμφωνούσαν μεταξύ τους.
Κι ως γνωστόν, μια συζήτηση για να δικαιολογήσει το όνομά της χρειάζεται τουλάχιστον δύο απόψεις, αν όχι και περισσότερες.
Αυτό φυσικά δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να ενθουσιάζονται με τη φωνή τους.
Εναν χρόνο τώρα συζητούμε εντατικά για το Σκοπιανό, όλες οι απόψεις έχουν κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο, όλα τα επιχειρήματα έχουν αναλυθεί ξανά και πάλι, αλλά οι τολμητίες του Ζαππείου εξακολουθούν να θεωρούν πως συζήτηση δεν έχει γίνει.
Μία εβδομάδα νωρίτερα τα ίδια έλεγαν κάτι άλλοι ομιλητές στο Μέγαρο Μουσικής σε εκδήλωση για το ίδιο θέμα από τους Syriza and friends.
Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Διότι συζήτηση έχει γίνει, οι φωνές τους έχουν ακουστεί, και μάλιστα στη διαπασών, απλώς δεν βλέπω να έπεισαν πολλούς.
Οταν ο Θεοδωράκης λέει ότι «κάποιοι δεν θέλουν να ακούσουν σε αυτήν τη χώρα», απλώς εννοεί ότι κάποιοι δεν θέλουν να ακούσουν τον Θεοδωράκη.
Ο Θεοχαρόπουλος, για παράδειγμα, εκδιώχθηκε από το Κίνημα Αλλαγής επειδή (ισχυρίζεται ότι) δεν μπορούσε να ψηφίσει διαφορετικά σε «ένα εθνικό θέμα αρχών». Μάλιστα.
Λίγες μέρες νωρίτερα, ο ίδιος Θεοχαρόπουλος δήλωνε «οι Καμμένοι των Πρεσπών υπάρχουν, αλλά δεν είναι η ΔΗΜΑΡ». Τελικά οι Καμμένοι των Πρεσπών ήταν (και) η ΔΗΜΑΡ.
Σε ελάχιστα 24ωρα ένα «εθνικό θέμα αρχών» αφυπνίστηκε μέσα τους.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το άλλοθι της απόρριψης ή απλώς της χαζομάρας είναι ότι υπάρχει κάτι εθνικά ορθό κι ωφέλιμο, το οποίο οι πολλοί υποκριτικά το κρύβουν ή δεν το καταλαβαίνουν, αλλά μόνο οι θαρραλέοι και οι σοφοί το διακηρύσσουν δημοσίως.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
n Εδώ και μέρες, ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός πίεζε τους πρώην πρωθυπουργούς Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου «να πάρουν θέση», υπονοώντας πως αν πάρουν θέση, θα συνταχθούν με την κυβέρνηση διότι είναι υποχρεωμένοι να συμφωνήσουν μαζί της.
Αποτέλεσμα; Ο Σημίτης δεν πήρε θέση μέχρι τέλους. Ο Καραμανλής συντάχθηκε πλήρως με τη ΝΔ – όπως άλλωστε και ο επίτροπος Αβραμόπουλος. Ενώ ο Παπανδρέου εκφώνησε κάτι μισόλογα.
n Εδώ και μήνες, οι κυβερνητικοί κατηγορούν απροκάλυπτα την αντιπολίτευση ότι κάνει του κεφαλιού της και δεν συντάσσεται με τους ευρωπαίους ομοϊδεάτες της που επιθυμούν να υπερψηφιστεί η Συμφωνία.
Η δήλωση κάθε περαστικού ευρωπαίου Χριστιανοδημοκράτη ή Σοσιαλιστή υπέρ των Πρεσπών αναγορεύεται από την κυβέρνηση σε φωτοδότη οδηγό της ανθρωπότητας.
Θα έλθει «εθνική συντέλεια» αν δεν ψηφιστούν οι Πρέσπες, μας απείλησε ο Δανέλλης.
Κι αυτό συμβαίνει επειδή για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία το κεντρικό επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης σε ένα «εθνικό ζήτημα αρχών» (που λέει κι ο Θεοχαρόπουλος) είναι ότι «το θέλουν οι ξένοι».
Τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά;
Προφανώς η παραζάλη της κυβέρνησης που καταλαβαίνει ότι το Σκοπιανό κοστίζει κι ότι θα πληρώσει τον λογαριασμό μέχρι το τελευταίο πενηνταράκι.
Κρύβεται όμως και κάτι άλλο.
Μια βαθιά αντιδημοκρατική νοοτροπία που αμφισβητεί τη δυνατότητα του λαού να βουλεύεται και να φρονεί επί θεμάτων για τα οποία η κοινότητα των «φίλων του ΣΥΡΙΖΑ» ή των «φίλων του Ζαππείου» ή «των φίλων της ΔΗΜΑΡ» (αν η ΔΗΜΑΡ διαθέτει φίλους) έχει αποφανθεί τελεσίδικα.
Αν η μεταξύ τους συζήτηση καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα από το ευρύτατο λαϊκό αίσθημα, τότε φταίει το λαϊκό αίσθημα κι όσοι το τροφοδοτούν. Είναι εθνικιστές, ακροδεξιοί, πατριδοκάπηλοι και παλιοχαρακτήρες.
Η αποκρουστική αυτή παρανόηση βρίσκεται στη βάση της σημερινής σύγκρουσης.
Διότι το ερώτημα που τίθεται για το Σκοπιανό δεν αφορά φυσικά το ένα ή το άλλο άρθρο μιας αμφίσημης ή κακής διακρατικής συμφωνίας.
Αφορά τη νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης να λύσει ένα εθνικό ζήτημα διχάζοντας το έθνος.
Μια παρά φύσιν νομιμοποίηση που απορρέει από την ανόητη πεποίθηση διαφόρων συζητητών ότι σε ένα εξαιρετικά μπερδεμένο κουβάρι από αντικρουόμενες ταυτότητες, ψυχισμούς, ρίζες και ιστορίες υπάρχει ένα «σωστό» κι ένα «λάθος».
Τόσο καιρό κάναμε το λάθος και τώρα μετανιωμένοι δεν έχουμε παρά να κάνουμε με το ζόρι το σωστό.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω ότι ο Τσίπρας, ο Κοτζιάς, ο Κατρούγκαλος ή ο Τζανακόπουλος κουβαλούσαν κάποια αίσθηση ευθύνης ή εθνικής έγνοιας όταν ξεκίνησαν να λύσουν το Σκοπιανό. Μια πολιτική αρπαχτή πήγαν να κάνουν και τους γύρισε μπούμερανγκ.
Ούτε πιστεύω ότι έχουν ευγενή κίνητρα τα σούργελα που τους δίνουν πλειοψηφίες στη Βουλή – με το αζημίωτο, υποθέτω…
Δεν αποκλείω όμως να δηλώνουν καλές προθέσεις οι «αχρείαστοι ηλίθιοι» της υπόθεσης που έχαψαν το παραμύθι της κυβέρνησης και οικτίρουν τον λαό επειδή δεν τους ακούει και τους γράφει στα παλιά του τα παπούτσια.
Εκτός από καλές προθέσεις όμως, σηκώνουν και τη βαριά ευθύνη του διχασμού.
Του διχασμού που υποκριτικά αποστρέφονται, αλλά ασυνείδητα υποδαυλίζουν με την αυταρέσκειά τους.
Του διχασμού που τροφοδοτούν με την περιφρόνηση του λαϊκού αισθήματος, την οποία παρουσιάζουν ως επίδειξη θάρρους και ευθύνης.
Του διχασμού που βαθαίνει με όσες αναπόδεικτες βεβαιότητες εξαγγέλλουν και την απαξία που εκπέμπουν.
Θα έπρεπε ίσως να ξέρουν ότι πίσω από κάθε φανατισμένο τραμπούκο της Χρυσής Αυγής κρύβεται ένας στρατολόγος της Χρυσής Αυγής. Και οι καλύτεροι στρατολόγοι είναι εκείνοι που προσφέρουν στην Ακροδεξιά ευήκοο ακροατήριο και λόγο ύπαρξης.
Διότι όταν περιφρονείς το λαϊκό αίσθημα, δεν διορθώνεις το λαό. Απλώς τον σπρώχνεις να βρει κάποιον άλλον για να το εκφράσει.