Οι 153 ψήφοι που «γέννησαν» χθες τη Βόρεια Μακεδονία δεν προβληματίζουν τον Αλέξη Τσίπρα. Στο Μέγαρο Μαξίμου δεν αναγνωρίζουν στο ελάχιστο ότι το ζήτημα, που όντως ξεπερνά την παρούσα κυβέρνηση και τη συγκυρία, δεν θα έπρεπε να στηρίζεται σε μια οριακή πλειοψηφία και μάλιστα διαφορετική από εκείνη που συνταγματικά επιτρέπει στην κυβέρνηση να επιπλέει. Ούτε θεωρούν ότι η ιστορικότητα της απόφασης θα έπρεπε να την αποσυνδέει από την τρέχουσα αντιπαράθεση και τους προεκλογικούς σχεδιασμούς. Απεναντίας, οι Πρέσπες σχεδιάστηκαν με στόχο διεμβολισμούς, πολιτικές λεηλασίες και άλλες επιδιώξεις που στην πραγματικότητα υποβιβάζουν το ίδιο το εγχείρημα και βαθαίνουν τον πολιτικό και κοινωνικό διχασμό που προκαλεί. Παρά την εικόνα που καταγράφηκε στην Ολομέλεια της Βουλής και τη θέση καθενός στην τελική ψηφοφορία, από δεξιά και αριστερά αναγνωρίζουν ότι το αποτέλσμα θα μπορούσε όντως να είναι διαφορετικό εάν ο Τσίπρας είχε κινηθεί διαφορετικά. Την ανάγκη να λήξει η μεγάλη εκκρεμότητα με τους βόρειους γείτονες μέσα από μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, είχαν συναποδεχθεί ήδη από την περασμένη δεκαετία η ΝΔ, τουλάχιστον η φιλελεύθερη πτέρυγά της, η ευρύτερη Κεντροαριστερά και σχεδόν σύσσωμη η Αριστερά, εντός κι εκτός κοινοβουλευτικού χάρτη. Σε ένα ζήτημα που θα μπορούσε να έχει αμέτρητους συμμάχους, ο Τσίπρας κατάφερε να βρει σκληρά απέναντι και το ΚΚΕ. Προφανώς, όμως, δεν τον ενδιαφέρει – στον βαθμό που εκτιμά ότι αυτό μπορεί να αποδειχθεί εκλογικά επωφελές. Η επιχείρηση να προβληθεί ως «μεγάλος ευρωπαίος ηγέτης», άλλωστε, έχει ήδη ξεκινήσει, παρασύροντας και το μυαλό. Αρκούν ένα – δυο κολακευτικά σχόλια σε μερικές ξένες εφημερίδες για να θεωρήσουν στο Μέγαρο Μαξίμου ότι το στρώμα μαζί με το μπόι, μεγάλωσαν.
Η εικόνα που δείχνει η κοινοβουλευτική αριθμητική, ωστόσο, είναι λίγο διαφορετική. Η Συμφωνία των Πρεσπών διασώθηκε και ο Τσίπρας μπορεί να πανηγυρίζει, μόνο και μόνο επείδη την υπερψήφισαν οι τρεις βουλευτές του Ποταμιού. Οι τελευταίοι που απέμειναν να συγκροτούν μια ομάδα – την οποία ο Κανονισμός της Βουλής πλέον δεν αναγνωρίζει. Ο «ανεξάρτητος βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης» Σταύρος Θεοδωράκης, ο Γιώργος Μαυρωτάς και ο Σπύρος Λυκούδης ήταν αυτοί που γύρισαν την ιστορική σελίδα – ο Θεοχαρόπουλος δεν αρκούσε. Τα πλάνα από το κανάλι της Βουλής προκαλούν μελαγχολία, όπως και οι διαδόσεις για την επεισοδιακή συνάντηση στο περιστύλιο του επικεφαλής με τον Γρηγόρη Ψαριανό. Τα πυρά σε Ψαριανό και Αμυρά, με κατηγορίες για «πολιτικό εμπαιγμό», στο φορτισμένο Πολιτικό Συμβούλιο που συγκλήθηκε χθες το απόγευμα στη Σεβαστουπόλεως, δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα. Το Ποτάμι δεν φαίνεται πλέον να εκβάλλει πουθενά, αλλά η εξήγηση ότι «πνίγηκε» στις Πρέσπες είναι απλοϊκή. Το ξέρουν και ο Θεοδωράκης με τους τελευταίους συνοδοιπόρους του, οι οποίοι κινήθηκαν με την πεποίθηση ότι η δική τους συνδρομή σε ένα ηχηρό «ναυάγιο» της Συμφωνίας των Πρεσπών θα ήταν εκείνη που πραγματικά θα ακύρωνε τον λόγο ύπαρξης του Ποταμιού.
Ενα ερώτημα πλέον είναι εάν η κρίσιμη απόφαση μπορεί να φέρει πιο κοντά τον Θεοδωράκη με τον Τσίπρα και, συνακόλουθα, το Ποτάμι με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ιδίως τώρα που ο παράγοντας Καμμένος και ό,τι αυτός πολιτικά συμβολίζει, δεν περιλαμβάνονται στην εξίσωση. Στη Σεβαστουπόλεως δεν βλέπουν μια τέτοια προσέγγιση ως αντίδοτο στα διαλυτικά φαινόμενα, αντιθέτως εκτιμούν ότι οι ξαφνικές αγκαλιές με τον Τσίπρα θα επιταχύνουν την πορεία στον δρόμο της απώλειας. Ο Θεοδωράκης είναι έτοιμος να δώσει μια τελευταία μάχη στις κάλπες των ευρωεκλογών (και των εθνικών εκλογών, εφόσον συμπέσουν χρονικά). Μέχρι τότε θα παραμείνει στη διαδρομή που είχε χαράξει πριν από τις Πρέσπες, στηρίζοντας όσα κρίνει αναγκαία και κινούνται σε μια ευρωπαϊκή κατεύθυνση – και καταψηφίζοντας όλα τα υπόλοιπα. Το βότσαλο που έριξε ο Τσίπρας στη λίμνη προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, αλλά ο ίδιος έχει χάσει πια την ευκαιρία για κάτι πολύ μεγαλύτερο…