Στη μεταπολεμική Ευρώπη, η σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου και αποτέλεσε μαζί με την Κεντροδεξιά, τον έναν από τους δίδυμους πυλώνες της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Ειδικότερα, η διεργασία οικοδόμησης του ευρωπαϊκού μοντέλου, αξιολογήθηκε από τον Dahrendorf, ως «ο τετραγωνισμός του κύκλου της ευημερίας, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας». Ηταν μια από τις μεγάλες κατακτήσεις της ανθρωπότητας που όμως σήμερα υφίσταται ισχυρές πιέσεις σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, χρηματιστικοποίησης και άνισης ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, που μεταβάλλουν τη δομή της παραγωγής, τον διεθνή καταμερισμό εργασίας και τις μορφές της εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αποδυνάμωση – έως και παρακμή – της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που συνοδεύτηκε από την απότομη άνοδο λαϊκιστικών κινημάτων και αντιλήψεων της Δεξιάς, αλλά και της Αριστεράς, αποσταθεροποιεί και εντείνει την αβεβαιότητα στο ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο. Τίθεται, έτσι, επιτακτικά το ερώτημα: έχει μέλλον η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και αν ναι ποιο και πώς; Ασφαλώς, η νοσταλγική επιστροφή στη «χρυσή μεταπολεμική εποχή» δεν φαίνεται να αποτελεί μακροπρόθεσμα τη λύση. Αλλωστε, ο μεταπολεμικός κόσμος της περιόδου 1945-1980 ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό, τόσο ως προς τη δομή του όσο και σε σχέση με τις δυνάμεις που πρωταγωνιστούν. Η παγκοσμιοποίηση ωφέλησε κυρίως την Ασία, αλλά και τις ΗΠΑ, και έπληξε την Ευρώπη. Το οικονομικό επίκεντρο του πλανήτη μετατοπίζεται ανατολικά. Στις συνθήκες αυτές, η αναγκαιότητα για μια νέα σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία και ευρύτερα Κεντροαριστερά στην Ευρώπη παραμένει, βασισμένη στην αναζήτηση μιας νέας λειτουργικής ισορροπίας μεταξύ ευημερίας, δημοκρατίας και κοινωνικής συνοχής. Το τρίπτυχο αυτό αποτελεί το πλαίσιο της μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, που πρέπει όμως να συνοδευτεί από τον σχεδιασμό και κυρίως την υλοποίηση συγκεκριμένων δημόσιων πολιτικών που επιδιώκουν συγκεκριμένους επιμέρους στόχους και αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες παρενέργειες των διεθνών τάσεων και εξελίξεων. Στο πλαίσιο αυτό, η επανεξέταση του χαρακτήρα του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης της νέας γενιάς για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές ζητήσεις και προκλήσεις είναι πρώτη προτεραιότητα.
Στη χώρα μας και με βάση την πρόσφατη εμπειρία της κρίσης ο χαρακτηρισμός μιας πολιτικής δύναμης με κριτήριο τη συμβατική τοποθέτησή της στον άξονα Αριστερά – Δεξιά δεν είναι δεδομένος. Αυτό όμως δεν σημαίνει – όπως αρκετοί υποστηρίζουν – ότι η συγκεκριμένη διάκριση είναι παρωχημένη. Οι αυξανόμενες ανισότητες και η αποφυγή της περιθωριοποίησης σημαντικών πια τμημάτων του πληθυσμού και ολόκληρων περιοχών συνηγορεί στην αναγκαιότητα διατήρησής της. Θα πρέπει, όμως, να προστεθούν άλλες δύο διαστάσεις. Η μία αναφέρεται στη σημασία που αποδίδει – και στην αντίστοιχη πρακτική που ακολουθεί – μια πολιτική δύναμη στη λειτουργία των θεσμών, στο κράτος δικαίου, στο ύφος και το ήθος της εξουσίας, στον χαρακτήρα του δημόσιου διαλόγου, στον συμβιβασμό ως πεδίου συνάντησης της πλειοψηφίας με τη μειοψηφία, στην αποφυγή του κάθετου διχασμού και στη συνειδητοποίηση των κινδύνων που υποκρύπτει μια αντίληψη «post truth politics», που πολιτεύεται με βάση μια παραπλανητική αντισυστημικότητα. Η δεύτερη διάσταση αναφέρεται στο πόσο ανοιχτή στον κόσμο είναι μια πολιτική δύναμη και πόσο αντίθετη στην αναδίπλωση της χώρας της.
Στη χώρα μας, σήμερα το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας – με το οποίο θα πρέπει να αναμετρηθεί και η ελληνική Κεντροαριστερά – είναι η συνεχιζόμενη αποδυνάμωση της θέσης της ελληνικής παραγωγής στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Χρειάζεται, επομένως, κατεπειγόντως ένα σχέδιο «για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την τεχνολογική αναβάθμιση και την απασχόληση», σε συνδυασμό με μια ευρύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική συμφωνία μαζί με τη διαμόρφωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, που είναι βασικό προαπαιτούμενο για να κινηθεί και να λειτουργήσει η οικονομία και να κινητοποιηθεί η κοινωνία. Μόνον έτσι μπορούν να αξιοποιηθούν οι μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού και να αρχίσει σταδιακά μια πορεία πραγματικής και διατηρήσιμης εξόδου από την κρίση.
Για ένα τέτοιο εγχείρημα μεγάλης εμβέλειας και εθνικής ανάγκης οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της δημοκρατικής Αριστεράς και ευρύτερα της Κεντροαριστεράς πρέπει να υπερβούν τον κατακερματισμό τους, να συνεννοηθούν προγραμματικά και να κινητοποιήσουν τους πολίτες σε κάτι σημαντικό που αξίζει τον κόπο και έχει ανάγκη ο τόπος.
Ο Γιάννης Καλογήρου είναι καθηγητής ΕΜΠ