Στο λαλιωτικό σύμπαν με μια βουτιά στην εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου βρίσκει κανείς τις απαντήσεις σε κάθε πρόβλημα. Από τα οικονομικά και τα εθνικά μέχρι τα υπαρξιακού τύπου διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Γιατί όχι; Ας πούμε, η ιέρεια του ελληνικού σοσιαλισμού των 1980’s, Μελίνα Μερκούρη, είχε διαγνώσει το αίτιο των δεινών του 1989 με την ατάκα «Ανδρέα, δεν αρέσουμε πια». Και η διαπίστωσή της μπορεί να εκληφθεί σήμερα – που η πλειονότητα των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων έχουν πασοκοποιηθεί – ως η πιο σύντομη και περιεκτική εξήγηση στην απορία «γιατί απομακρύνονται πανευρωπαϊκά οι ψηφοφόροι από τη σοσιαλδημοκρατία;». Υπάρχουν, φυσικά, και πιο σύνθετες αναλύσεις.
Η ελληνική Κεντροαριστερά, π.χ., περνά άλλη μια δύσκολη περίοδο. Οι σχέσεις, όμως, Κινήματος Αλλαγής – ΔΗΜΑΡ ή ο κοινοβουλευτικός αφανισμός του Ποταμιού αποτελούν κλινικά ευρήματα της ασθένειας. Οι αιτίες της είναι άλλες, βαθύτερες. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν παροικούντες τον χώρο, που εδώ και καιρό προσπαθούν να κατανοήσουν τι πήγε στραβά.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ. Οσοι παρακολούθησαν το εγχείρημα του Κινήματος Αλλαγής απ’ έξω επέμεναν από την αρχή πως «ο συνασπισμός ανθρώπων με διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις για τη χώρα και την πολιτική» δεν προμήνυε τίποτα καλό. Εντάξει, οι πιο κακοί από αυτούς διατείνονταν ότι ο νέος κεντροαριστερός φορέας «δεν είχε καμία καινούργια πρόταση». Αναγνωρίζοντάς του, ωστόσο, το ελαφρυντικό πως «δύσκολα εφαρμόζεται μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα σε μια χώρα που στην ουσία θα έχει Μνημόνια μέχρι το 2060» – έτος μέχρι το οποίο έχουν συμφωνηθεί μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ευρωπαίων εταίρων τα θηριώδη υπερπλεονάσματα.
Αλλοι, που έζησαν την τελευταία διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – κι έχουν καταναλώσει αρκετό χρόνο σε μια σοσιαλιστική ενδοσκόπηση – αναφέρουν πως η εκλογική ελεύθερη πτώση προκλήθηκε επειδή «δεν κατορθώσαμε να διαχειριστούμε τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης». Ακούγεται θεωρητικό, αλλά δεν είναι. «Η παγκοσμιοποίηση άλλαξε τα δεδομένα της οικονομίας. Με αποτέλεσμα το νούμερο ένα εργαλείο των κεντροαριστερών κομμάτων ανά την υφήλιο, το κοινωνικό κράτος, να μην υπάρχει πια». Και προς το παρόν δεν έχουν βρει κάτι για να το αντικαταστήσουν ή έστω να το εξελίξουν. Για να το πούμε με ένα παράδειγμα: Υπάρχει πια μια νέα γενιά που δουλεύει σε πλατφόρμες και αγνοεί τις έννοιες οκτάωρο, συλλογική σύμβαση ή σύμβαση αορίστου χρόνου. Κι εκείνοι δεν έχουν βρει τις προτάσεις που θα οδηγούσαν στη σοσιαλιστική διανομή του πλούτου προς όφελος αυτής της κατηγορίας εργαζομένων.
Η κεντροαριστερή προσκόλληση σε θέσεις που απαντούν σε προβλήματα του περασμένου αιώνα δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Μια ματιά στις οικογενειακές φωτογραφίες του PES, του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το αποδεικνύει, μιας και στο κάδρο τους βλέπει κάποιος μόλις πέντε αρχηγούς κρατών (Μάλτας, Πορτογαλίας, Σουηδίας, Σλοβακίας, Ισπανίας), ενώ από συστάσεως ΕΕ οι Σοσιαλιστές ήταν ο ένας από τους δύο πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Από το 2017 μέχρι και τα μέσα του 2018 σε Αυστρία, Τσεχία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, ωστόσο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία. Οι Γάλλοι συνετρίβησαν κατρακυλώντας στο 6,4%. Το γερμανικό SPD – το παλαιότερο κόμμα του χώρου στον πλανήτη – σημείωσε στις εκλογές του 2017 το χαμηλότερο ποσοστό του από τον Β’ Παγκόσμιο κι έπειτα, 20,5%. Ο κάποτε σταρ της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς Ματέο Ρέντσι τον Μάρτιο του 2018 κατόρθωσε να πιάσει μόλις 19,4% στις ιταλικές κάλπες – το χαμηλότερο ποσοστό που πήρε το Δημοκρατικό Κόμμα από το 2007 που ιδρύθηκε. Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ο Πέδρο Σάντσεθ και ο Βρετανός που θέλει να γίνει Τσίπρας, Τζέρεμι Κόρμπιν.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ. Το παράδειγμα του Κόρμπιν – που έκοψε το τιμόνι των Εργατικών όλο αριστερά προκειμένου να επαναπροσεγγίσει έτσι την παραδοσιακή βάση του κόμματος, την εργατική τάξη – φαίνεται πως ακολουθεί και η νέα επικεφαλής των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, Αντρεα Νάλες. Πρόσφατα, φέρ’ ειπείν, το SPD διοργάνωσε μια σειρά εκδηλώσεων για το μέλλον του χώρου. Η κυρίαρχη τάση στους κόλπους του γερμανικού κόμματος διατείνεται πως έφτασε η ώρα να αποκηρύξουν την Ατζέντα 2010 του Γκέρχαρτ Σρέντερ. Εξού και οι καλεσμένοι στο παραπάνω μπρεϊνστόρμινγκ σηματοδοτούσαν την αριστερή τους στροφή – βλέπε Αλέξης Τσίπρας. Η ιδεολογική επιλογή των δύο τελευταίων αρχηγών δεν είναι τυχαία.
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη θεώρηση στον ευρωπαϊκό Τύπο, για το εκλογικό σπιράλ θανάτου των Ευρωσοσιαλιστών ευθύνονται ο τρίτος δρόμος του Τόνι Μπλερ κι η Ατζέντα 2010. Η εφαρμογή, δηλαδή, πολιτικών φιλικών προς την αγορά. Πολιτικών που μπορεί να απέδωσαν στα χρόνια της ευδαιμονίας, αλλά δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στα αιτήματα των παραδοσιακών κεντροαριστερών ψηφοφόρων μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 – η οποία έφερε μεγάλη ανεργία, περικοπές κρατικών δαπανών και μείωση των επιπέδων διαβίωσης.
Σε όλα αυτά, οι θιασώτες της συγκεκριμένης ανάγνωσης προσθέτουν παγκοσμιοποίηση, μετανάστευση, αυτοματοποίηση, μείωση των μελών των συνδικάτων και μετασχηματισμό των ταξικών ταυτοτήτων. Λένε, δηλαδή, ότι στην ανησυχία που προκαλούν στους ψηφοφόρους τέτοιου είδους αλλαγές ήρθαν να προσφέρουν εύκολες απαντήσεις λαϊκιστικά και ακραία δεξιά κόμματα. Οπως και ακραία αριστερά, τα οποία λανσάρονται ως αντικαπιταλιστικά και αντισυστημικά. Τι κι αν οι λύσεις που κραυγάζουν τα άκρα δεν είναι εφικτές; Φαινομενικά καλύπτουν την απουσία σοσιαλδημοκρατικών προτάσεων.
ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ. Υπάρχει κι ο αντίλογος – που αρθρώνεται κυρίως σε ακαδημαϊκά αμφιθέατρα. Οι προαναφερθείσες αιτίες δεν ήταν αιτίες, ήταν καταλύτες. Οι πραγματικοί λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στις δομικές και τεχνολογικές μεταβολές που μεταμορφώνουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες οδηγώντας σε νέα οικονομικά μοτίβα. Η τεχνολογία επηρεάζει την ίδια τη φύση της εργασίας. Δεν υπάρχει, π.χ., πια γραμμή παραγωγής. Η βαριά βιομηχανία βασίζεται σε μηχανές, άρα τα μεγάλα συνδικάτα – κατεξοχήν βάση της σοσιαλδημοκρατίας – δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
Από μια άποψη, πάντως, οι κεντροαριστεροί έπεσαν θύματα της ίδιας τους της επιτυχίας. Τα συστατικά στοιχεία της ιδεολογίας τους – κοινωνικό κράτος, γενναιόδωρες συντάξεις και καθολική εκπαίδευση – μετακίνησαν πολλές γενιές Ευρωπαίων – για να το πούμε στην αργκό τους – από το προλεταριάτο στη μεσαία τάξη. Η εκλογική τους πελατεία δεν φορά πια μόνο μπλε κολάρα, φορά και λευκά. Παράλληλα, οι πολιτικές των Σοσιαλδημοκρατών διευκόλυναν την άνοδο δυνάμεων όπως οι Πράσινοι ή ο ΣΥΡΙΖΑ ή το Podemos. Κομμάτων, που αντιγράφοντας τα πολιτικά τους εγχειρίδια, τους έκοψαν ψήφους.
ΤΟ «ΑΝΤΙ-». Οπως και να ‘χει, τι μπορούν να κάνουν διαφορετικά; Αν μιλήσει κανείς με έμπειρα στελέχη της ελληνικής παράταξης διακρίνει πως έχουν κάνει τη διάγνωση, συμφωνώντας με πολλά από τα παραπάνω. Δημοσίως αποκρίνονται στην ερώτηση επιλέγοντας μια ρητορική «και αντιδεξιά και αντισύριζα» προκειμένου να προσδιορίσουν τον χώρο τους στο πολιτικό φάσμα. Σύμφωνοι, αλλά το «αντι-» είθισται να υπονοεί ετεροπροσδιορισμό, ο οποίος φαίνεται να επιδεινώνει τη νόσο, όχι να τη θεραπεύει. Εξού, ίσως, και σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες παραδέχονται πως αδυνατούν να συνταγογραφήσουν.
Οι αισιόδοξοι πιστεύουν πως απλά πρέπει να ξαναβρούν τρόπους «να κινητοποιήσουν ψηφοφόρους». Η λογική τους συνοψίζεται στην επισήμανση πως «οι συνέπειες της κρίσης διεθνώς δείχνουν πως υπάρχει ακόμη ανάγκη για σοσιαλδημοκρατικές ιδέες». Οι απαισιόδοξοι, πάλι, φοβούνται, παρακολουθώντας Βρετανούς και Γερμανούς συντρόφους, τη συριζοποίηση.