«A Hunger for a Better Life May Lead to the NBA». Τον Ιούνιο του 2013 ο Ken Maguire σκιαγραφούσε για λογαριασμό των «New York Times» το προφίλ του Γιάννη Αντετοκούνμπο και της φτωχής οικογένειάς του. Ο Γιάννης έπαιζε ακόμα στον Φιλαθλητικό. Τον γνώριζαν ελάχιστοι, κυρίως όσοι ασχολούνταν με τις μικρές κατηγορίες του μπάσκετ.
Ηταν ένα άρθρο που τέντωνε χορδές ανθρώπινης ευαισθησίας και κοινωνικής αναλγησίας σε μια δύσκολη εποχή της χώρας μας.
«Μην ασχολείσαι. Πρόκειται για μανατζεριλίκια». Το άρθρο πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Εκτός από τον ίδιο τον Γιάννη και τους αμερικανούς ανιχνευτές ταλέντων, λίγοι πίστευαν στον ψηλόλιγνο μαύρο γιο μεταναστών που πουλούσε CD.
Οπως λίγοι πίστευαν στον Στέφανο Τσιτσιπά. «Μην ασχολείσαι. Μία ακόμα φούσκα του τένις είναι και θα σκάσει».
Δύο Ελληνόπουλα που ραντίστηκαν από το φως όταν πέρασαν τα σύνορα της χώρας. Φωτόλουστοι πια, έγιναν αντιληπτοί από τους αρνητές, τους μικρόψυχους, τους καχύποπτους. Και ω τι πρωτοτυπία, όλοι αυτοί έγιναν οι φανατικότεροι φοιβόληπτοί τους.
Η εξέλιξη αυτών των παιδιών σε αθλήματα που συγκαταλέγονται στα πέντε πιο δημοφιλή στον κόσμο επετεύχθη μακριά από το ημεδαπές κακοφόρμισμα και τα ρείθρα της αναξιοπιστίας.
Καμαρώνουμε για κάτι που δεν μας ανήκει. Τα μόνα δικά μας είναι τα «αν», τα «ίσως» και τα «αλλά». Με αυτά όμως δεν πας πολύ μακριά. Μέχρι το Ολυμπιακό Στάδιο σε αγώνες στίβου που μοιάζει σαν ξεδοντιασμένο με τους λίγους ρομαντικούς να κάθονται εδώ κι εκεί.
Γιατί όμως πανηγυρίζουμε τις νίκες του Γιάννη και του Στέφανου περισσότερο από τις νίκες των άλλων παιδιών μας; Γιατί πολύ απλά μας παρασύρει το ρεύμα σαν τα νεκρά ψάρια στο ποτάμι. Χορεύουμε στον ρυθμό που μας ορίζουν οι ξένοι. Γράφουν για τον Γιάννη, ακολουθούμε εμείς. Γράφουν για τον Στέφανο, το ίδιο κι εμείς. Να παραβγούμε ποιος θα γράψει τα πιο εντυπωσιακά επίθετα. Τίποτα δεν είναι αυθεντικό, τίποτα δεν είναι δικό μας. Οι μόνοι αυθεντικοί είναι οι αθλητές και οι προσπάθειές τους.