Σαίξπηρ γεννημένος το 1564 πρωτοεμφανίζεται ως θεατρικός ποιητής το 1591, αφού πιθανόν λίγα χρόνια νωρίτερα έχει εμφανιστεί ως θεατρίνος και πιθανόν θιασάρχης, δύο ιδιότητες που κράτησε ώς το τέλος του βίου του που έκλεισε το 1616, σε ηλικία 52 ετών! Μέσα σε 25 χρόνια δραματουργικής δημιουργίας έγραψε 37 ποιητικά θεατρικά κείμενα, ενάμισι έργο τον χρόνο. Ενώ ταυτόχρονα ως θιασάρχης και ηθοποιός οργώνει την αγγλική επικράτεια, συγκροτεί θιάσους, διαχειρίζεται τα οικονομικά και βέβαια παίζει ρόλους (κυρίως καρατερίστες). Εχει πολύ σοφά παρατηρηθεί πως υπήρξε εκτός των άλλων ως δημιουργός τόσων ρόλων – προσώπων που μόνον ο Θεός τον ανταγωνίζεται, αν κι εδώ που τα λέμε ο Θεός με δύο, άντε κι ο όφις, τρεις ξεκίνησε! Τα άλλα πρόσωπα της ανθρωπότητας πολλαπλασίασαν τον κόσμο των ανθρώπων στο κρεβάτι τους. Παλιότερα είχα αγοράσει στη Γαλλία σ’ ένα παλαιοπωλείο μια γαλλική έκδοση: «Λεξικό των σαιξπηρικών ρόλων». Μικρού σχήματος μεν αλλά, είχα την περιέργεια και μέτρησα τα λήμματα, περιείχε 1.250 ονόματα. Ενα ολόκληρο κεφαλοχώρι. Ρόλος που ο καθένας είναι μια ξεχωριστή οντότητα, χαρακτήρας ή τύπος που καλύπτει όλο το ηλικιακό φάσμα (από παιδιά έως αιωνόβιους γέροντες), όλα τα επαγγέλματα, όλα τα ήθη (από την αγνή αθωότητα έως την κτηνώδη βαναυσότητα και νεραϊδένια φύση).
Ο Σαίξπηρ εκτός των άλλων είναι και μια αναλυτική ιστορία θεάτρου, αφού στα έργα του κυκλοφορούν η τραγωδία, η κωμωδία, η φάρσα, το παραμύθι, το ιστορικό δράμα και όλες οι υφολογικές και ειδολογικές μεταμορφώσεις της σκηνικής γραφής: το ερασιτεχνικό θέατρο (στο «Ονειρο θερινής νύχτας»), ο παντόμιμος και το ιταλικό μοντέλο (στον «Αμλετ»), το παραμυθόδραμα (στο «Ονειρο») και βέβαια το μοντερνικό ύφος που δόξασε ο Σαίξπηρ, ενάντια στο πρυτανεύον ρωμαϊκό – ιταλικό θέατρο που κληρονόμησε και τον πολέμησε.
Ενας δάσκαλος Θεατρικής Ιστορίας μπορεί να διδάξει στους μαθητές του την ιστορία του θεάτρου από τον Μένανδρο και τον Τερέντιο έως τον Μπεν Τζόνσον και τον Μάρλοου, αλλά και αργότερα έως τον Μολιέρο και ενδιάμεσα τον Λόπε ντε Βέγκα δίνοντας παραδείγματα ύφους, πλοκής, χαρακτήρων και ποιητικού ρυθμού από όλο το φάσμα της σαιξπηρικής εποποιίας.
Θες ας πούμε να διδάξεις ή να μελετήσεις Μένανδρο, Πλαύτο ή Κομέντια ερουντίτα (Μακιαβέλι) ή Κομέντια ντελ άρτε, Γκότσι και Ρουτζάντε, αλλά και πρώιμο Γκολντόνι, έχεις άρτιο δείγμα την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ. Για ν’ αντιληφθεί κανείς τη μεγαλοφυΐα αυτού του δαιμόνιου ταλέντου δεν έχει παρά να αντιπαραθέσει την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» με το «Πολύ κακό για τίποτε» κι αν θέλει να τρελαθεί με το ύφος, το ήθος και την ποιητική του «Μακμπέθ». Αφήνω πως ο «Αμλετ» και η «Δωδέκατη νύχτα» γράφονται την ίδια εποχή ταυτόχρονα!!
ΔΑΙΜΟΝΙΟ. Για όσους πάλι μπορούν να παρακολουθούν τη στιχουργική του, άρα και τη μουσική συγκρότησης των μέτρων του, να συγκρίνει έναν μονόλογο του «Ιούλιου Καίσαρα» ή του «Ληρ» μ’ έναν μονόλογο της «Κωμωδίας των παρεξηγήσεων» ή του «Ημερώματος της στρίγκλας». Θα διαπίστωνε πως ανάλογο δαιμόνιο άλλη μια φορά συναντάται στην ιστορία της τέχνης, αν δει το εύρος ύφους και ήθους του «Ντον Τζιοβάνι» και της «Αρπαγής από το Σεράι» του Μότσαρτ.
Είναι γνωστό άλλωστε πως μία από τις πηγές που αντλούσε θέματα ο Σαίξπηρ ήταν οι νουβέλες, τα διηγήματα σε ιταλική γλώσσα που είχαν δημοφιλία όπως πρόσφατα τα κλασικά εικονογραφημένα.
Αλλά συνάμα η παράδοση της Κομέντια ντελ άρτε είχε βάθος, αφού ερχόταν από τον Μεσαίωνα, τότε που οι κυνηγημένοι μίμοι ακόμη και από την Ιερά Εξέταση (πολλοί κάηκαν στις πυρές) περιφέρονταν στην Ευρώπη που είχαν κατακλύσει οι Γότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Αλαμαννοί, οι Φράγκοι, τα γερμανικά φύλα και αργότερα οι Σλάβοι. Με την παράδοση του Μενάνδρου και της άλλης Νέας Κωμωδίας στα μπαούλα τους οι περιφερόμενοι μίμοι έφτασαν να τυποποιήσουν και να κωδικοποιήσουν το τυπολόγιό τους και να δημιουργήσουν τη δική τους «γλώσσα». Ενώ οι λόγιοι μιμούνται τον Μένανδρο και τους λατίνους διασκευαστές του, οι επαγγελματίες θεατρίνοι (αυτό σημαίνει Κομέντια ντελ άρτε, αρτίστες, μαστόροι, επαγγελματίες κωμωδοί) δημιουργούν μια θεατρική «οικογένεια» με γέροντες, γριές, προξενήτρες, δούλους, νέους και νέες, εμπόρους, παλικαράδες, ψευτοπαλικαράδες, μπούφους και τετραπέρατους, γιατρούς και σχολαστικούς δασκαλάκους.
Εχει αξιοθαύμαστο ενδιαφέρον αυτή η θεατρική διαχρονική «οικογένεια» που ταξιδεύει μέσα στους αιώνες, φτάνει και στην Αγγλία και βρίσκει καταφύγιο στην ιδιοφυΐα του Σαίξπηρ, αφού επισκεφτεί και τον Μπεν Τζόνσον και τους θιάσους που περιοδεύουν στην αγγλική ύπαιθρο. Θυμίζω πως στον «Αμλετ» οι δύο νεκροθάφτες χαρακτηρίζονται στις εκδόσεις της εποχής «κλόουν»! Αυτή η παράδοση μέσω του τσίρκου φτάνει και στον κινηματογράφο με τους πρώην κλόουν του αγγλικού τσίρκου που περιόδευσε στην Αμερική (Τσάπλιν, Λιγνός, Φάτι, Μπάστερ Κίτον).
Με τον Μένανδρο μπήκαν στο θεατρικό ρεπερτόριο οι Δίδυμοι. Οχι, θα άφηναν οι θεατρίνοι να τους ξεφύγει το φαινόμενο. Ετσι από τον Μένανδρο, τους Λατίνους, φτάνει στην Αναγέννηση στη Λόγια Κωμωδία και στην Κομέντια αυτό το τεφαρίκι. Από τον Πλαύτο έως τον Μολιέρο (ο δεύτερος διασκευάζει τον «Αμφιτρύωνα» του πρώτου) μπαίνουν οι παρεξηγήσεις με τους Διδύμους. Και ο δαιμόνιος Σαίξπηρ διπλασιάζει την ίντριγκα.
Δίδυμοι με υπηρέτες διδύμους. Η πλοκή είναι παλιά. Τα δίδυμα αδέλφια μέσα στην αναταραχή της εποχής έχουν χαθεί, αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Το ίδιο και οι υπηρέτες. Η αποθέωση του παραλόγου. Και θα βρεθούν να κυκλοφορούν στις ίδιες πόλεις, στα ίδια λιμάνια και να νοικιάζουν δωμάτια ή να σιτίζονται στα ίδια ξενοδοχεία, πανδοχεία και μαγειρειά! Θυμίζω πως δίδυμοι είναι οι «Αδελφοί Κορσικανοί» του Δουμά (ο ένας τύραννος, ο άλλος ληστής) και βέβαια πάλι στον Σαίξπηρ η Βιόλα και ο Σεβαστιανός, δίδυμα χαμένα κι αυτά αδέλφια που κυκλοφορούν άγνωστα στον ίδιο τόπο.
Ηταν δυνατόν το θέατρο να μην εκμεταλλευθεί αυτή τη συνθήκη της ζωής;
Το έργο του Σαίξπηρ είναι η αποθέωση της σύμβασης. Κι εδώ ας σταθώ για να αναφερθώ στον τρόπο που ένας σκηνοθέτης έχει να λύσει τερατώδη αλλά συνάμα γοητευτικά προβλήματα. Αν είναι μελετητής του συγγραφέα, όπως οφείλει, θα διαπιστώσει πως οι δίδυμοι δεν συναντώνται ποτέ επί σκηνής παρά μόνο στο φινάλε. Και τότε ο ένας είναι με στραμμένη πλάτη στο κοινό, διότι ο άλλος τον βλέπει και είναι έκπληκτος για την ομοιότητα. Αρα μπορεί (και ισχυρίζομαι πως μπορούν) να παιχτούν οι δίδυμοι από έναν ηθοποιό, όσον αφορά τη συνάντηση στο φινάλε, αφού ο ένας είναι στραμμένος με πλάτη στο κοινό, μπορεί να είναι ένας κομπάρσος που φορά τα ίδια ρούχα. Εχω δει παραστάσεις με δύο διαφορετικούς ηθοποιούς στους ρόλους και έχω δει και παραστάσεις μ’ έναν ηθοποιό που φορώντας διαφορετικό καπέλο κάνει τη διαφορά. Χάρηκα που η Κατερίνα Ευαγγελάτου όχι μόνο έβαλε έναν ηθοποιό να παίζει τον Αντίφιλο τον Συρακούσιο και τον Εφέσιο αλλά και έναν ηθοποιό τον δούλο Δρόμιο Συρακούσιο και Εφέσιο χωρίς διαφορετικά καπέλα… Ναι, η σύγχυση δεν πρέπει να διατρέχει τα πρόσωπα του έργου αλλά και τους θεατές! Ετσι ένα έργο θεατρικής παράδοσης και δεξιοτεχνίας έγινε ένα σύγχρονο πρόβλημα ταυτότητας, αποξένωσης, ηθικής και αισθητικής. Ο μεγαλοφυής Μολιέρος στον «Αμφιτρύωνα», όπου ο Δίας με τη μορφή του Αμφιτρύωνα κοιμάται ερωτικά με τη σύζυγο του στρατηγού, φτάνει τον προβληματισμό έως τη στρατηγική της συνουσίας και μας αφήνει προβληματισμένους για το αν η σύζυγος όταν συνευρέθη με τον σύζυγο χάρηκε τη συγκυρία να είναι μοιχαλίδα.
Αυτά, φίλοι, δεν είναι απλά θεατρικά κείμενα είναι εισαγωγές στην ψυχανάλυση πριν τη συλλάβει ο Φρόιντ.
Η Ευαγγελάτου έστησε μια ευφρόσυνη μουσική στη σύλληψη παράσταση οιστρήλατη, δαιμόνια, λουτρό χιούμορ και ψυχαναλυτικό ντιβάνι. Οι καθρέφτες που κυριαρχούν στο σκηνικό της Μανιδάκη μάς πάνε ντουγρού στο σύνδρομο του καθρέφτη των σύγχρονων ψυχαναλυτών. Τα κοστούμια της Σύρμα εξαίσια. Η μουσική του Πούλιου ρόλος δαιμόνιος. Η κίνηση της Απέργη χορογραφία εύφορη. Η Ευαγγελάτου χαίρεται να παίζει με τους ηθοποιούς της σαν το παιδί στις «κούνιες». Και οι ηθοποιοί της χαίρονται να «παίζονται».
Ο Νίκος Κουρής (Αντίφιλος) και ο Ορφέας Αυγουστίδης (Δρόμιος) απόλυτοι κυρίαρχοι του παιγνίου. Μπλόφα και παραλλαγή. Οι δύο νεαρές του έργου Βλαγκοπούλου (Ανδριανή) και Νίνου (Λουκιανή) δαιμόνιες χαριτωμένα. Στους λοιπούς ρόλους Μηλιάρης, Πυροκάκος, Νούσης, Φράγκος, Παυλόπουλος, Ζυγούρος και οι κυρίες Σκολίδη και Ρουχάτζε τυχερές που μας έκαναν να χαρούμε χαρούμενοι!!
info
Κείμενο: Γουίλιαμ Σαίξπηρ
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Ερμηνείες: Νίκος Κουρής, Ορφέας Αυγουστίδης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Αμαλία Νίνου, Ερρίκος Μηλιάρης, Νίκος Πυροκάκος, Γιώργος Νούσης, Βαλάντης Φράγκος, Στέλιος Παυλόπουλος, Ελίζα Σκολίδη, Πάνος Ζυγούρος, Μαριάμ Ρουχάτζε
Πού: Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου. Προφήτη Δανιήλ 3-5 και Πλαταιών, Κεραμεικός, τηλ. 211-0132.002-5