Αν και η κοινή γνώμη αποχαιρετούσε το περασμένο Σάββατο τον «θρύλο των σάουντρακ», ο Μισέλ Λεγκράν, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών, δραστηριοποιήθηκε σε όλα τα μουσικά πεδία, συνθέτοντας κλασικά έργα, μουσική για θεατρικά μιούζικαλ, οργανώνοντας και ηχογραφώντας άλμπουμ, παίζοντας τζαζ και διευθύνοντας ορχήστρες σε συναυλίες. «Δεν έχω κατασταλάξει ποτέ σε ένα μουσικό είδος. Μου αρέσει να παίζω, να διευθύνω, να τραγουδώ και να γράφω σε όλα τα μουσικά στυλ» είχε πει ο ίδιος. Υπερδραστήριος, ο γάλλος συνθέτης έγινε διάσημος από τη μουσική που έγραψε για το κινηματογραφικό μιούζικαλ του Ζακ Ντεμί «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» το 1964 με πρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ.
Ο Λεγκράν είχε κάνει μότο ζωής τη φράση του Ζαν Κοκτό «η τακτική στο θάρρος είναι να γνωρίζουμε πόσο μακριά μπορούμε να πάμε». Ηταν ο τρόπος του για να δηλώσει ότι δεν απαγόρευε τίποτα και ότι αρνούνταν κάθε ιεραρχία ανάμεσα στα φύλα. Ηταν επίσης αναγνωρισμένος ως εξαιρετικός πιανίστας της τζαζ. Το άλμπουμ του «Legrand Jazz» του 1959 παρουσιάζει συνθέσεις του εκτελεσμένες με τους πιο σημαντικούς τζαζίστες, όπως οι Μάιλς Ντέιβις, Τζον Κολτρέιν, Μπιλ Εβανς, Μπεν Γουέμπστερ, Φιλ Γουντς. Αργότερα ηχογράφησε και άλλα τζαζ άλμπουμ με τον Σταν Γκετζ, τον Στεφάν Γκραπελί, τους Μπαντ Σανκ, Οσκαρ Πίτερσον, Αρτούρο Σαντοβάλ κ.ά.
Ο Λεγκράν γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1932. Ηταν ο γιος του δημοφιλούς γάλλου μαέστρου Ρεμόν Λεγκράν. Ενα παιδί – θαύμα, όπως έκριναν οι δάσκαλοί του στο Ωδείο του Παρισιού, όπου ξεκίνησε μαθήματα στα 11 του χρόνια και στα 20 του είχε αναδειχθεί με κορυφαίες διακρίσεις στη σύνθεση. Υπήρξε επίσης μαθητής της θρυλικής δασκάλας πιάνου Νάντια Μπουλανζέ και στη συνέχεια συνεργάστηκε ως διευθυντής ορχήστρας με τους κορυφαίους τραγουδιστές εκείνης της εποχής Μορίς Σεβαλιέ και Εντίτ Πιαφ.
Οι πρώτες του επαφές με το σινεμά αρχίζουν τη δεκαετία του ’50 με τα ντοκιμαντέρ του Φρανσουά Ράιχενμπαχ. Το βιβλίο των μουσικών παραγγελιών του γεμίζει καθώς ο συνθέτης αποφεύγει να πάρει θέση στη διαμάχη που εκείνη την εποχή φέρνει σε αντίπαλες πλευρές τούς εκπροσώπους της Νουβέλ Βαγκ και τους υποστηρικτές του ποιητικού ρεαλισμού. Ο Λεγκράν δουλεύει λοιπόν εξίσου καλά με τον Ζαν – Λικ Γκοντάρ για την ταινία του «Μια γυναίκα είναι μια γυναίκα» του 1961, όπως και με τον Ζιλ Γκρανζιέ την ίδια χρονιά για την ταινία «Le Cave Se Rebiffe».
«ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ». Από τη γνωριμία του με τον Ντεμί προκύπτει αδελφική φιλία και ιστορική συνενοχή, η οποία ξεκινά με την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη «Lola» (1961). Η τρίτη συνεργασία τους επιχειρεί το αδύνατο: ένα επιτυχημένο μουσικό φιλμ στη Γαλλία, μια χώρα δύσπιστη στο μιούζικαλ, είδος τέχνης του Μπρόντγουεϊ. Η πρώτη γαλλική ταινία μιούζικαλ «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1964. Η ταινία – ορόσημο, στην οποία όλοι οι διάλογοι τραγουδιούνται, θεωρείται ότι σηματοδοτεί το μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία των Οσκαρ όπου ο συνθέτης προτάθηκε και στις τρεις κατηγορίες μουσικής για την ίδια ταινία (καλύτερο τραγούδι, καλύτερη σύνθεση, καλύτερη μουσική προσαρμογή). Τα τραγούδια από αυτήν την ταινία «I Will Wait for You» και «Watch What Happens» έγιναν πρότυπα και προέκυψαν από το βασικό θέμα της μουσικής του για το «Χερβούργο».
Ο συνθέτης θα προταθεί για Οσκαρ συνολικά 13 φορές και θα το κερδίσει τρεις: για το τραγούδι «The Windmills of Your Mind» (1968), που ακουγόταν στην «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (1968), για το σάουντρακ της ταινίας «Summer of ’42» (1971) και για το τραγούδι τίτλων στο «Yentl» (1983). Ανάμεσα στις άλλες υποψηφιότητες ξεχωρίζουν τα σάουντρακ για τα «Υπόθεση Τόμας Κράουν» και «Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ» (1968), καθώς και για τα τραγούδια «What Are You Doing the Rest of Your Life?» (1969), «Pieces of Dreams» (1970), «How Do You Keep the Music Playing?» (1982). Η κινηματογραφική μουσική του από τη δεκαετία του 1980 περιελάμβανε την ταινία του Τζέιμς Μποντ «Ποτέ μη λες ποτέ», το «Atlantic City» του Λουί Μαλ αλλά και τη μοναδική του ταινία ως συγγραφέα – σκηνοθέτη – συνθέτη, το ημιαυτοβιογραφικό «Πέντε μέρες τον Ιούνιο» του 1989. Στη δεκαετία του 1990 συνεργάστηκε με τον θρυλικό Μάιλς Ντέιβις για την αυστραλιανή ταινία «Dingo» και με τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Αλτμαν στο «Πρεταπορτέ».