Ας πούμε ότι ο ένας, ο Χάρβιχ Φίσερ, έκανε απλώς τη δουλειά του: μιλώντας στα «ΝΕΑ» και τον Γιάννη Ανδριτσόπουλο είπε ότι το Βρετανικό Μουσείο, του οποίου ο ίδιος είναι διευθυντής, δεν πρόκειται να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αφού το μουσείο του είναι «νόμιμος ιδιοκτήτης», ούτε πρόκειται να τα δανείσει, αφού δεν δανείζει σε όσους δεν αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία των αντικειμένων.
Αλλά η Μυρσίνη Ζορμπά τι ακριβώς έκανε απαντώντας ότι οι θέσεις του Φίσερ «αποτελούν υπολείμματα της αποικιοκρατίας»; Εκανε τη δουλειά της ως υπουργός Πολιτισμού; Ναι, εάν η δουλειά της υπουργού Πολιτισμού είναι να συντηρεί τον αγωνιστικό μύθο της διεκδίκησης των Γλυπτών, να συντηρεί δηλαδή έναν μύθο που δημιούργησε κάποτε ένας μύθος σαν τη Μελίνα Μερκούρη. Οχι, εάν ο σκοπός του υπουργείου Πολιτισμού είναι να ενωθούν κάποτε τα Γλυπτά του Παρθενώνα με τα υπόλοιπα εκθέματα του Μουσείου της Ακρόπολης.
Η Ζορμπά υπενθυμίζει στην απάντησή της ότι η Σύμβαση της UNESCO επιβάλλει την αρχή της ακεραιότητας των μνημείων. Και την επιβάλλει από το μακρινό 1972, δηλαδή τουλάχιστον μια δεκαετία πριν ζητήσει η Μερκούρη «τα μάρμαρά της πίσω». Με τον τρόπο που διατύπωσε το αίτημα τότε και το διεθνές αποτύπωμα που είχε, η Μερκούρη έριξε τον πρώτο σπόρο της διεθνοποίησης του προβλήματος: τα Γλυπτά έπαψαν να αφορούν δυο χώρες και μόνο ή, ακόμη χειρότερα, ένα μουσείο που υπήρχε για να τα εκθέσει και ένα μουσείο που δεν υπήρχε ακόμη για να τα υποδεχθεί.
Aυτή όμως δεν ήταν μόνο μια αρχή χωρίς συνέχεια. Ηταν και μια αρχή για την οποία οι επίγονοι της Μερκούρη αποφάσισαν να μείνει αυτό που ήταν: ένας μύθος. Ενας μύθος που, όπως αποδείχθηκε από το μικρό πέρασμα της Αμάλ Αλαμουντίν από την Αθήνα, δεν θα έπρεπε να αποκτήσει ξανά διεθνή πατίνα και πολύ περισσότερο δεν θα έπρεπε να αναμετρηθεί εκεί όπου έχει νόημα να υπενθυμίσει κανείς τη Σύμβαση της UNESCO και την αρχή της ακεραιότητας: σε μια δικαστική αίθουσα.