Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και από τις δύο πλευρές, το ενδιαφέρον στρέφεται τώρα στην εφαρμογή της. Και υπάρχουν σημεία που απαιτούν προσοχή. Στη λογική της εφαρμογής εντάσσεται και η ενσωμάτωση της γειτονικής μας χώρας (Βόρειας Μακεδονίας) στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, η ένταξη θα γίνει σχετικά σύντομα με την υπογραφή και επικύρωση του σχετικού πρωτοκόλλου από τις χώρες – μέλη της Συμμαχίας και την Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά όμως την ΕΕ, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Το πρώτο που θα πρέπει να γίνει είναι να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις τον ερχόμενο Ιούνιο, όπως έχει συμφωνηθεί στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου 2018 με μια κάπως αμφιλεγόμενη ομολογουμένως διατύπωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε, ως γνωστόν, προτείνει το άνοιγμα των διαπραγματεύσεων αυτών από το 2009, όμως η αντίθεση της Ελλάδας λόγω της ονοματολογικής διαμάχης δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο. Αλλά και σήμερα Ολλανδία και Γαλλία ιδιαίτερα δεν είναι και τόσο ενθουσιώδεις για άνοιγμα της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Πιστεύεται όμως ότι δεν θα φθάσουν μέχρι του σημείου και να την μπλοκάρουν.

Η Ελλάδα έχει πάντως κάθε λόγο να στηρίξει την έναρξη της ενταξιακής διαπραγμάτευσης. Υποστηρικτές και αντίπαλοι της Συμφωνίας των Πρεσπών μπορούν να την αξιοποιήσουν για να προωθήσουν τις θέσεις τους (ή και να βελτιώσουν de facto πτυχές της Συμφωνίας που κρίνουν ότι θα πρέπει να βελτιωθούν). Η ενταξιακή διαπραγμάτευση καλύπτει σήμερα τριάντα τρία ξεχωριστά κεφάλαια, από την εξωτερική πολιτική, ασφάλεια και άμυνα μέχρι τη γεωργική πολιτική και τον ανταγωνισμό. Και ανεξάρτητα από το τι λέει ή πώς ερμηνεύεται η Συμφωνία (άρθρο 2), η Ελλάδα όπως και κάθε άλλη χώρα – μέλος έχει το απόλυτο θεσμικό δικαίωμα από το συνταγματικό δίκαιο, το δίκαιο των Συνθηκών της Ενωσης (άρθρο 49 Λισαβόνας), να ασκήσει βέτο τόσο στο άνοιγμα όσο και στο κλείσιμο κεφαλαίων εάν κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται βασικές της επιδιώξεις και συμφέροντα. Τίποτα δεν μπορεί να ακυρώσει αυτό το νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Απλώς δεν θα μπορεί να ασκήσει βέτο επικαλούμενη ατέλειες της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η ένταξη όμως της Βόρειας Μακεδονίας θα πάρει μεγάλο και απροσδιόριστο χρονικό διάστημα (πάνω από δέκα χρόνια ίσως). Αυτή τη στιγμή και παρά το ενδιαφέρον κεντρικών χωρών, όπως η Γερμανία, η Αυστρία κ.ά., για τα Βαλκάνια, κανένας δεν θα ήθελε fast track ενταξιακές διαπραγματεύσεις, πολύ λιγότερο προσχώρηση νέας βαλκανικής χώρας στην ΕΕ σύντομα. Η προοπτική είναι δηλαδή κάπως αβέβαιη.

Επομένως η γειτονική χώρα θα χρειασθεί να περιμένει πάρα πολύ. Είναι σημαντικό όμως ότι θα είναι (και πρέπει να είναι) «κλειδωμένη» στην ενταξιακή διαπραγματευτική διαδικασία και θα υποβάλλεται στην πειθαρχία της προσαρμογής, στους κανόνες και στα κριτήρια της Ενωσης. Η διαδικασία αυτή λειτουργεί εκσυγχρονιστικά και σταθεροποιητικά…

————————————-

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS