Τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι για ακόμη μία φορά ζοφερά: μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι μικρότερος – περίπου 8,8 εκατομμύρια άνθρωποι, σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις – και γηραιότερος, με το 1/3 να είναι άνω των 64 ετών… Το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας έχει αιτίες και αριθμούς: οι γεννήσεις μειώνονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Ο αριθμός τους διαμορφώνεται σε λιγότερες από 100.000 κατ’ έτος, αρνητικό ρεκόρ όλων των εποχών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ μόνο στην Κρήτη και στα νησιά του Νότιου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι άνθρωποι από όσους πεθαίνουν.
Σήμερα η διάμεση ηλικία των Ελλήνων φτάνει τα 44 έτη, όταν το 2000 ήταν 39 και το 1960 30 έτη. Και την ίδια στιγμή αυξάνεται η ηλικία τεκνοποίησης για τις γυναίκες: σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών, ενώ η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).
Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη του ερευνητικού οργανισμού διαΝΕΟσις, ο οποίος σε συνεργασία με το ΕΚΚΕ προχώρησε σε μια αποκαλυπτική επεξεργασία των δεδομένων για τη γονιμότητα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με αυτά, ο πληθυσμός της χώρας μας μειώνεται διαρκώς από το 2011 και μετά. Οι οικογένειες γίνονται μικρότερες, οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται, ενώ περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην αποκτήσουν παιδιά σε σχέση με το παρελθόν. Η κρίση, η αύξηση της ανεργίας, η οικονομική αβεβαιότητα οδηγούν τα ζευγάρια στην καθυστέρηση απόκτησης του πρώτου παιδιού και στην αναβολή απόκτησης δεύτερου ή τρίτου. Κατά μέσο όρο, οι Ελληνίδες γίνονται για πρώτη φορά μητέρες στην ηλικία των 30,3 ετών – όταν στην Ευρώπη ο αντίστοιχος δείκτης διαμορφώνεται στα 29 έτη -, ενώ σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών.
Παράλληλα, στην Ελλάδα διαπιστώνεται το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη.
Οι πρώτες ενδείξεις για την αύξηση της υπογονιμότητας, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, φάνηκαν τη δεκαετία του ’80, όταν ο δείκτης γονιμότητας έπεσε κάτω από το 1,5 παιδί ανά γυναίκα, ενώ στο χαμηλότερο σημείο του έφτασε το 1999, όταν άγγιξε το 1,23, πέφτοντας κάτω από το όριο της «ακραία χαμηλής γονιμότητας», όπως ορίζονται επιστημονικά οι τιμές κάτω του 1,3. Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας είχε διαμορφωθεί στο 1,38, επίπεδο που εξακολουθεί να θεωρείται χαμηλό.
Η ανάλυση των στοιχείων που αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη δείχνει ότι η οικονομική κρίση είναι μόνο μία παράμετρος του προβλήματος. Οι Ελληνίδες, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τις Ιταλίδες, ενώ το 2017 το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, δραματικά μικρότερο από το 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες. Επίσης τονίζεται ότι «οι Ελληνίδες είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση και τη μητρότητα λόγω της έλλειψης προσιτών υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης, των χαμηλών επιπέδων σε παροχές και επιδόματα και των μικρών γονικών αδειών με χαμηλά επιδόματα».
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η χώρα μας υστερεί σημαντικά στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. Μελετώντας κάποια από τα προγράμματα που υλοποιούν άλλες χώρες – κυρίως της Βόρειας Ευρώπης – σχεδίασαν μια σειρά πολιτικών που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα ώστε να αυξηθεί ο δείκτης γονιμότητας. Σε αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2.000 ευρώ ανά παιδί), η ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού, η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών και βρεφοκομικών σταθμών κ.ά.
Ως προς τη σύνθεση των νοικοκυριών, στην Ελλάδα η διαΝΕΟσις σημειώνει ότι ενώ το 2008 το 58,4% των νέων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του, το 2017 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 66,7%. «Οπως φαίνεται, η κρίση δημιούργησε την ανάγκη επιστροφής στην πατρική στέγη για πολλούς νέους – ενηλίκους. Η ανάγκη αυτή απορρέει, κατά έναν μεγάλο βαθμό, από το γεγονός ότι η ανεργία είναι κύριο χαρακτηριστικό της χώρας, ενώ οι νέοι είναι οι πλέον ευάλωτοι» εξηγούν οι ερευνητές. Ωστόσο, η ύπαρξη εργασίας συνήθως δεν αρκεί για να ξεκινήσει αυτόνομα τη ζωή του ένας νέος άνθρωπος: σχεδόν ένας στους δύο νέους ηλικίας 18-34 (49,7%) που είχε πλήρη απασχόληση το 2017 ζούσε με τους γονείς του…