Τσάι με μέλι. Γύρω μας νεαρές γυναίκες να φλυαρούν δυνατά στα αμερικανικά και κάποιοι μοναχικοί κύριοι να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο το βρεγμένο πεζοδρόμιο. Ο Ακύλλας Καραζήσης περίμενε με φόντο τους παστέλ τοίχους με ζωγραφισμένες πινακίδες ζαχαρωτών και κέικ. Ενα περιβάλλον αρκετά «μπονμπόν» για έναν ηθοποιό ο οποίος αυτή τη στιγμή προετοιμάζεται για τον ρόλο του πάστορα Μάντερ στους «Βρικόλακες» του Ιψεν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά για το Θέατρο Τέχνης. Ο ίδιος έχει ολοκληρώσει τις παραστάσεις του μιούζικαλ «Once», το οποίο σκηνοθέτησε. Η συνάντησή μας λοιπόν στο πολύβουο στέκι όσων προτιμούν τον καφέ τους να συνοδεύεται με κάτι που έχει επικαλυφθεί από χρωματιστό γλάσο, είχε κάτι το παράδοξο. Παραμονές της αναχώρησής του για Γερμανία, όπου συμμετέχει σε μια περιοδεύουσα παράσταση της βερολινέζικης ομάδας Σαουμπίνε, μιλάμε για αυτή τη ζωή των μετακινήσεων και των ελεύθερων επιλογών, χωρίς προσχεδιασμένο οργανόγραμμα.
«Δεν έχω σταθερές περιόδους. Αυτό είναι μέσα στη φύση της δουλειάς μου. Δεν το επιδιώκω, απλώς τυχαίνει και έχει σχέση με τη βιογραφία μου. Είμαι μεταξύ δύο χωρών, με διπλή κάπως ταυτότητα. Κατά το ήμισυ είμαι και Γερμανός στην επιλογή. Εκεί βρέθηκα όταν σπούδαζα Ιστορία και Πολιτική. Ημουν εκεί 15 χρόνια. Τα τελευταία έξι χρόνια δούλευα στο Κρατικό Θέατρο της Χαϊδελβέργης, λίγο ήθελα να τελειώσω τις Πολιτικές Επιστήμες και παράτησα το πανεπιστήμιο. Ομως δεν σταμάτησαν ποτέ να με ενδιαφέρουν η Ιστορία και η Πολιτική.
ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. Αυτό συνέβη στα 26-27 μου, ήμουν ήδη εκεί γύρω στα οκτώ χρόνια. Δούλευα. Εκανα διάφορες δουλειές, ήμουν γκαρσόνι σε ελληνικά μαγαζιά, έπαιζα μουσική… Ημουν περισσότερο μποέμ. Σπούδαζα βέβαια, αλλά κατά καιρούς δεν σπούδαζα καθόλου. Δεν έχω ορθόδοξη βιογραφία, έκανα τα πάντα, μεροκάματα… έχω ζήσει διαφόρων ειδών ζωές. Ούτε και ήθελα να έχω ορθόδοξη βιογραφία έως σήμερα.
Και τώρα, πάλι άλλαξα. Από ηθοποιός έγινα σκηνοθέτης. Προκρίνω τη δουλειά του σκηνοθέτη περισσότερο, παρόλο που δεν είναι και το πιο εύκολο. Με δυσκολεύει και πρακτικά. Για εμένα είναι πιο εύκολο να βρω δουλειά ως ηθοποιός, παρά ως σκηνοθέτης».
Εξηγεί ότι δεν εγκατέλειψε την πολιτική του αντίληψη καθώς ευτύχησε να βρίσκεται στο πολύ ανεκτικό περιβάλλον του Αμόρε, δουλεύοντας με ανθρώπους που ταίριαζαν τα χνώτα τους απόλυτα και όντας εντός πεδίου ελευθερίας έκφρασης, μαζί με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. «Οι ηθοποιοί παλαιάς σχολής ήταν εργαλεία των σκηνοθετών. Σήμερα οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι καλλιτέχνες αυτόνομοι, με δική τους αντίληψη, και συνδιαλέγονται με τους σκηνοθέτες. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει με τους ηθοποιούς που εγώ συνεργάζομαι. Τα παλαιά χρόνια αυτή η συμπεριφορά κάλυπτε την ανεπάρκεια των σκηνοθετών. Ενας δικτάτορας ή ένας δεσπότης δεν δεχόταν κριτική στις πιθανές αδυναμίες, που ήταν πολλές. Είναι σχετικό τι είναι ομάδα, ποιος έχει τον πρώτο λόγο κ.λπ. Υπάρχουν ομάδες που μεταξύ μας δεν γνωριζόμαστε και ούτε είναι απαραίτητο να είμαστε φίλοι. Ο πρώτος λόγος πάλι είναι αν υπάρχει μια σχέση συνδιαλλαγής με την έννοια της βουβής συζήτησης. Στο να καταλαβαίνει τι έχει ο ένας ανάγκη από τον άλλο, τι του ζητιέται. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορώ να δουλέψω εγώ ως ηθοποιός. Και έχω δουλέψει με ανάλογους σκηνοθέτες που αυτό θέλουν. Ακόμα υπάρχουν βέβαια ξέφτια από αυτή την παλιά νοοτροπία».
Μπορεί το θέατρο ως σχέση εργασίας συνόλων να λειτουργήσει παραδειγματικά στο σύγχρονο παρόν;
«Η συλλογικότητα υπάρχει και στα ομαδικά αθλήματα, αν και μου είναι απωθητικό αυτό το παράδειγμα του αθλητισμού. Χωρίς να θέλω να το χυδαιοποιήσω, ο μαέστρος, ο προπονητής και ο σκηνοθέτης έχουν κάποιες αναλογίες. Ας αφήσουμε τους προπονητές στην άκρη… Αυτό που έχει να δώσει παραδειγματικά το θέατρο είναι δύο πράγματα. Δεν λέω ότι το καταφέρνει και δεν είναι πάντα στην πρόθεση των ανθρώπων που το κάνουν, δυστυχώς. Το πρώτο είναι ο άνθρωπος που δεν έχει σχέση με το θέατρο, να διερευνήσει αυτή τη σχέση. Αν το δούμε με όρους γρίπης, να κολλήσει δηλαδή από τους ηθοποιούς που κάνουν μια παράσταση, μεγαλύτερη ελευθερία στον τρόπο της έκφρασής του. Δυστυχώς, για πολλά χρόνια το θέατρο δεν ήταν χειραφετημένο εκφραστικά. Στο ελληνικό θέατρο της εποχής του ’80 υπήρχε μια βαριά μικροαστική σκιά, ένα σαβουάρ βιβρ πάρα πολύ έντονο. Αλλαξε με τις γενιές και την εκπαίδευση. Βλέποντας λοιπόν χειραφετημένα εκφραστικά σώματα στη σκηνή, ο θεατής επηρεάζεται. Ακόμη και μιμητικά. Αυτό είναι πολύ βασικό για μένα. Το δεύτερο βασικό, που αρκετές φορές δεν αναφέρεται αλλά είναι μέσα στις προθέσεις του θεάτρου, είναι το πώς μπαίνω μέσα στη φούσκα που είναι πάνω από το κεφάλι μου την ώρα που διαβάζω και ζω με αυτήν. Το θέατρο κάνει αυτή την παραμυθιακή μεταφορά του θεατή μέσα στον κόσμο με έναν τρόπο λυτρωτικό. Με την έννοια ότι υπάρχει μια δεύτερη πραγματικότητα. Είναι η πραγματικότητα της λογοτεχνίας, της μυθοπλασίας, των μύθων, της εκφραστικότητας, της ελευθερίας. Σχεδόν παραδείσιας. Που εμπεριέχει και την κόλαση, λυτρωτικά. Γιατί ένας θάνατος στο θέατρο δεν είναι πραγματικός θάνατος. Ομως τον ζούμε όχι μόνο οι ηθοποιοί, αλλά και το κοινό. Επομένως το θέατρο πρέπει να λειτουργεί σαν ψυχοτρόπο και να δημιουργεί μια παραισθησιακή πραγματικότητα».
Πώς επιλέγει ένας σκηνοθέτης το έργο που θα ανεβάσει; Λαμβάνει υπόψη του τη συγκυρία;
«Ο Χάινερ Μίλερ έλεγε πως “το θέατρο είναι ένας αναχρονισμός. Ο χρόνος του έργου, ο χρόνος των ηθοποιών και ο χρόνος των θεατών λειτουργούν σε τρία επίπεδα. Αυτή η ώσμωση των τριών χρονικών στιγμών θρέφει το θέατρο”. Καμιά φορά η συζήτηση για το σύγχρονο θέατρο, λοιπόν, μου θυμίζει συζήτηση για το Μακεδονικό. Υπάρχουν οι αρχαιολάτρες, που βγαίνουν ντυμένοι με τις πανοπλίες, το λιγότερο κακού γούστου τύποι, και υπάρχουν και εκείνοι που προσπαθούν να συνδιαλλαγούν με την εποχή τους. Από όποια μεριά κι αν είναι. Συνήθως είναι από την “άλλη” μεριά, δεν το συζητώ… Δηλαδή, και στο θέατρο, μια απαρχαιωμένη αισθητική επιβάλλει ένα απαρχαιωμένο παίξιμο. Αγγίζει μια εύκολη σκέψη ότι τα πράγματα πρέπει να είναι όπως φαίνονται. Ενώ ο αναχρονισμός τροφοδοτεί την παραίσθηση». Επιστροφή στη σκηνοθεσία. Σύντομα θα ανεβάσει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού μια δική του «συγκόλληση», όπως λέει, κειμένων του Βασίλη Βασιλικού, του Γιώργου Ιωάννου και του Νίκου – Γαβριήλ Πεντζίκη. «Μια τριλογία για τη Θεσσαλονίκη, μια και είμαι Θεσσαλονικιός, που αναφέρεται στη δεκαετία ’50-’60. Από 15 χρονών τα κείμενά τους είναι τα πρώτα μου αναγνώσματα. Είναι μέσα στο πετσί μου. Μια Θεσσαλονίκη της Κατοχής, των μεταπολεμικών χρόνων, με ζωντανούς τους βρικόλακες του Εμφυλίου και της Κατοχής που τριγυρνούσαν μέσα στο σπίτι μου, στους δρόμους, παντού. Αυτά τα αναγνώσματα έφτιαξαν την ταυτότητά μου».
Η κρίση έφερε περισσότερους θεατές στο θέατρο;
«Είμαι δύσπιστος. Πάρα πολύς κόσμος δουλεύει τζάμπα. Μετά την ουσιαστική κατάργηση των επιχορηγήσεων, πριν από την κρίση, έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση που αν δεν δουλεύει κάποιος σε έναν επίσημο φορέα, είτε το Ιδρυμα Νιάρχος, είτε η Στέγη, είτε το Εθνικό, είτε το Φεστιβάλ, είτε το Κρατικό, είναι έρμαιο των παραγωγών – επιχειρηματιών θεάτρου. Εκεί μπαίνεις με ανταλλακτική αξία εμπορεύματος. Αν θα πάρεις, θα πάρεις επειδή κάποιος θα βγάλει λεφτά από εσένα. Θα μου πεις, μα αυτή είναι η λογική της αγοράς. Για εμένα είναι απωθητικό να σε πάρει μια διαφημιστική εταιρεία και αν είσαι νέος ηθοποιός, να σε προβάλει για να σου ανεβάσει την αξία. Αν πάρουμε τα ιδανικά του ανθρωπισμού και της ανεκτικής κοινωνίας, αυτοκαταργούνται χάριν της παντοδυναμίας της αγοράς. Ε, τότε εγώ αρχίζω να σκέφτομαι τον Κορνήλιο Καστοριάδη και να απαιτώ το αδύνατο. Με νοιάζει η απελευθερωτική κοινωνία, που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα της απόλαυσης. Ο καθένας έχει δικαίωμα να την απαιτήσει και να τη φτάσει. Δεν μου αρέσουν οι παραγωγοί και οι σημερινοί όροι εργασίας στον δικό μου τομέα. Δεν γίνεται να δουλεύεις με όρους χόμπι και ερασιτεχνισμού με ελάχιστα λεφτά. Εκτός από τους θεσμικούς φορείς, έχουν καταργηθεί τα χρήματα από τις πρόβες. Ή πάλι όταν ο παραγωγός ακυρώνει παραστάσεις – όταν κάτι δεν τον βολεύει -, αφήνει τόσους ανθρώπους χωρίς δουλειά τον χειμώνα. Σήμερα το πνεύμα των καιρών επιτρέπει να “τρώμε ξύλο”. Δεν το λέω σωματειακά, το λέω ηθικά. Και είναι απαράδεκτο».
Και η λύση;
«Με το να κάνεις σε βάθος πολύ καλά και σωστά τη δουλειά σου, αμφισβητείς αυτόματα την ιεραρχία και τις σχέσεις εξουσίας. Είναι σαν την άμμο μέσα στον κινητήρα που καταστρέφει την αυτονόητη λειτουργία της μηχανής».